Ξέρεις πόσα memes έχω ψάξει το τελευταίο δωδεκάωρο για να εμπνευστώ και να «ζεστάνω» λίγο το χιούμορ μου; Πόσα ανέκδοτα έχω διαβάσει και πόσα αστεία αποφθέγματα βρήκα εδώ κι εκεί για να τ’ αποστηθίσω και να μπορώ να τα χρησιμοποιήσω σε ώρα ανάγκης; Κι όλα αυτά στο βωμό του εντυπωσιασμού. Το ανθρώπινο είδος είναι κοινωνικό σε αντίθεση με άλλα μέλη του ζωικού βασιλείου που μπορούν να επιβιώσουν κι εντελώς μόνα τους. Οπότε υπό μία άλλη οπτική, δεν το κάνω μόνο για εντυπωσιασμό, αλλά και για μπορέσω να ενταχθώ σε κύκλους, να ψυχαγωγήσω άτομα στο περιβάλλον μου.
Πέρα απ’ όλα αυτά όμως, έχει καταντήσει και κλισέ επεισόδιο να μην έχουμε την άνεση να εκφραστούμε ακόμα και στις πιο αυθόρμητες στιγμές της ζωής μας όπως εμείς θέλουμε. Χωρίς δηλαδή να χρειάζεται να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας αν αυτά τα «κρύα» για ορισμένους αστεία θα αγγίξουν ή θα «εξατμιστούν» κι εν ολίγοις θα κριντζάρουν, όπως θα ‘λεγε και ο δεκαοκτάχρονος εαυτός μου. Αυτό είναι που φοβόμαστε οι περισσότεροι.
Όσοι τυγχάνει να έχουν ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ δε σημαίνει κατ’ ανάγκη πως είναι και κριντζ ή «κρύοι», σαχλοί ή οποιοδήποτε άλλο επίθετο έρχεται στο μυαλό σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Ο περιορισμός στο χιούμορ για να μην παρεξηγηθούμε μού θυμίζει έντονα στιγμές λυκείου, τότε που οι περισσότεροι προσπαθούσαμε να εντυπωσιάσουμε και να ενταχθούμε σε μια ομάδα, να νιώσουμε αποδεκτοί και να απαλύνουμε τις εφηβικές μας ανασφάλειες. Σ’ αυτό το σημείο ζητώ συγγνώμη, αλλά κριντζάρω. Όσο και να κρύβουμε μέσα μας έναν έφηβο εαυτό, δεν μπορεί και αυτός να κουβαλάει τις ανασφάλειες που είχαμε όταν ήμασταν έφηβοι.
Κι επειδή οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους κι εμείς, θέλω να ασκήσω βέτο σ’ αυτό που αποκαλούν πολλοί σαχλό χιούμορ, ανόητα αστεία, ξενέρωτα ανέκδοτα κατάλληλα για λίγους, τα οποία εκφωνούνται και περνούν από μπροστά μας, δε μας αγγίζουν και καταλήγουν στο κενό άδοξα, ασχολίαστα. Λέμε κρύα ανέκδοτα, γελάμε μόνοι μας και το απολαμβάνουμε. Πειράζει; Είτε είμαστε μόνοι, είτε με τα φιλαράκια, εκεί ανάμεσα σε γνωστούς, θα υπάρξουν άνθρωποι που θα το εκτιμήσουν -έστω κι αν είναι δυσεύρετοι- κι άλλοι που θα το ρίξουν στους απαξιωτικούς μομφασμούς τύπου Gosh. Ούτε αυτό πειράζει. Είναι σαν να σκέφτομαι κάθε λεπτό αν θα αρέσω στα δισεκατομμύρια πλήθους που με περιτριγυρίζουν. Αλίμονο αν σκεφτόμαστε έτσι. Θ’ αρχίσουμε να αφιερώνουμε ασυναίσθητα κάθε μας ανάσα, κάθε χτύπο της καρδιάς μας στους γύρω μας. Σημασία έχει να είμαστε ο εαυτός μας κι απ’ τη στιγμή που κάτι αρέσει σε μας και το υποστηρίζουμε, λίγο θα ‘πρεπε να μας νοιάζει η γνώμη που έχουν οι άλλοι γι’ αυτό.
Ακούστε με καλά αγαπημένοι συνοδοιπόροι στο πεντάγραμμο του χιούμορ. Το χιούμορ αυτό καθεαυτό καθώς και η διασκέδαση δε χρειάζονται πάντοτε προγραμματισμένα, προβαρισμένα και στοχευμένα σκετσάκια. Το χιούμορ οφείλει να υποστηρίζει την ελληνική ετυμολογία του που οφείλεται στο χυμό, στο υγρό στοιχείο του ανθρώπου που περνάει χύμα και μας προκαλεί ευφορία και ανεβασμένη διάθεση. Στο «Όνομα του ρόδου» ο Ουμπέρτο Έκο είχε αναφέρει πως το γέλιο είναι υποκινητής της αμφιβολίας. Μας φέρνει αντιμέτωπους με αυτό που αποκαλούμε ζωή. Το μεγαλύτερο μυστήριο στον πλανήτη και ακόμα και πέρα από αυτόν δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή. Και το γέλιο απλώς επαληθεύει το μυστήριο που την περιβάλλει.
Το χιούμορ χρειάζεται να είναι πηγαίο και αυθόρμητο. Δε θα βάλουμε και την έκφρασή του στο πρόγραμμα μαζί με την πληθώρα υποχρεώσεων που έχουμε να διεκπεραιώσουμε καθημερινά. Αν είναι ποτέ δυνατόν. Δεν είναι και ανάγκη να μας πιάνει φόβος απόδοσης ακόμα και στον τρόπο που επιλέγουμε να κάνουμε ένα αστείο. Άμα βγει έχει καλώς. Αν πάλι όχι, κανείς δε βγήκε χαμένος. Το πολύ-πολύ να καταλήξουμε να γελάμε μόνοι μας και οι υπόλοιποι να γελάσουν με το πόσο κρύο ήταν αυτό που μόλις ξεστομίσαμε. Οπότε ας μη μας πιάνει πανικός για το πώς θα εκφραστούμε και με τι θα γελάσουμε. Είναι ποτέ δυνατόν να συμφωνήσουν όλοι με όλους; Ας γελάσω…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.