Ας αρχίσει το σημερινό άρθρο με ένα μικρό challenge. Ας απαριθμήσουμε τους λόγους για τους οποίους κάποιος μπορεί να μην είναι ευχαριστημένος από τη σχέση του, ή από τον άνθρωπο τον οποίο έχει απέναντί του και με τον οποίο ευελπιστεί να γίνει κάτι. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί την πιο έντονη σχέση που σύναψε ποτέ, την τελευταία που είχε καθώς και την πρώτη, ή να φτιάξει ένα συνδυασμό όλων και να βρει τα κοινά στοιχεία. Σίγουρα θα εμφανιστούν πολλές κοινές παράμετροι ανάμεσα στους so-called έρωτες, που τους ταλάνισαν όσο διήρκησαν κι αυτό συχνά συνδέεται με έλλειψη σε λόγια ή σε πράξεις. Τι να λέμε τώρα…
Πάνω κάτω πολλοί από εμάς βρεθήκαμε κάποια στιγμή σε μια σχέση, ή παρά λίγο σχέση, με κάποιο άτομο το οποίο δεν ήμασταν σίγουροι τι ακριβώς ζητάει. Θέλει ή δε θέλει; Ψήνει ή απλά δεν έχει με τι άλλο να ασχοληθεί; Κοροϊδεύει ή «τσιγαρίζει» για να κολλήσει η κατάσταση παραπάνω; Γνωστές ερωτήσεις σχεσιακής υφής τις οποίες οι περισσότεροι, σε κάποια φάση της ζωής μας, κληθήκαμε να απαντήσουμε. Τελικά όμως κατέληξε κανείς σε κάποιο λογικό συμπέρασμα; Βοήθησαν οι συνθήκες για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Και μέσα σε όλο αυτό το κομφούζιο, τελικά τι είναι χειρότερο; Το να βλέπει κανείς τον υποψήφιο λόγο των μελλοντικών πονοκεφάλων του να του λέει πως θέλει αλλά να μην το δείχνουν ποτέ οι πράξεις του, ή να δείχνουν με κάθε τρόπο οι πράξεις του πως θέλει αλλά να μην το παραδέχεται ποτέ με λέξεις; Ποιο μοιάζει πιο εύκολα αναστρέψιμο; Τροφή για σκέψη για όλους τους καψούρηδες της σελίδας που τόλμησαν, αμφισβήτησαν κι αμφισβητήθηκαν κάποια στιγμή.
Όταν ένας άνθρωπος δε δείχνει να ενδιαφέρεται, το άτομο απέναντί του χάνει την ουσία της επιμονής, η οποία πάντα θα έπρεπε να έρχεται πακέτο με κάποια ανταπόκριση. Δε θα πω πως είναι απλό το να μην παλέψει κάποιος για κάτι που νιώθει, αλλά πόσο νόημα έχει να προσπαθεί κανείς να ισορροπήσει σε μια τραμπάλα στην οποία κάθεται μόνος του; Ασφαλώς και θα παλέψουμε -με κάθε μικρό απόθεμα δύναμης που υπάρχει- για κάτι έντονο και δυνατό στη ζωή μας, αφού -ας είμαστε ειλικρινείς- δεν είναι συχνό φαινόμενο να γράφονται σελίδες για μεγάλους έρωτες, αλλά όταν η κατάσταση είναι μονόπλευρη, ή όταν κάτι έσπασε στην πορεία, άσχετα από το τι λένε τα λόγια, τότε ποιο το νόημα της επιμονής; Ποιο το νόημα του να συνεχίζουμε να καλούμε έναν αριθμό ο οποίος μας επιστρέφει μόνιμα το μήνυμα «απενεργοποιημένο»; Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και υποτιμητικό για εμάς.
Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Όταν παρατηρεί κανείς απέναντί του και βλέπει να υπάρχει μια κάποια ανταπόκριση, ένα ενδιαφέρον, αλλά δεν υπάρχει κανένα ίχνος παραδοχής. Ίσως μάλιστα να υπάρχει και άρνηση. Εκεί είναι αναμενόμενες οι σκέψεις τύπου «μήπως είναι της φαντασίας μου;». Και μετά έρχεται το πείσμα. «Δεν κάνω εγώ το πρώτο βήμα», «Τι να το κάνω το ενδιαφέρον το λειψό;». Καίει κάτι μέσα και στους δύο, από πράξεις όλα άψογα και από λόγια μια τρύπα στο νερό. Κι ως γνωστόν νερό και η φωτιά δεν υπήρξαν ποτέ φίλοι. Και πάλι όμως, ίσως και να δίνουν κάποια αξία οι πράξεις. Η τεράστια διαφορά σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι τουλάχιστον τρεμοπαίζει μια κάποια ελπίδα να έρθουν κάποια στιγμή τα λόγια και να συμπληρώσουν την ημιτελή κατάσταση.
Τελικά, φτάνοντας στον επίλογο, δεν είμαι πεπεισμένος ότι απαντήθηκε το ερώτημά μας. Και δεν είμαι και σίγουρος εάν μπορεί κανείς να το κάνει μέσα σε μερικές μόνο γραμμές. Οι παράγοντες και τα δεδομένα είναι πολλά, αλλά το ζητούμενο τελικά είναι οι εμπειρίες που ενδεχομένως να μας λείπουν. Αυτές που αν είχαμε θα μας έκαναν να καταλάβουμε πως εάν κάποιος ενδιαφέρεται, βρέξει χιονίσει θα βρει τον τρόπο να κυνηγήσει το πρόσωπο που του έκανε το κλικ. Και με λόγια και με πράξεις. Αν πάλι όχι, τότε ίσως να μην είναι αυτό που ζητάμε. Οπότε ίσως είναι η στιγμή να απομακρυνθούμε από όλα εκείνα τα follow requests που πέφτουν βροχή και που έρχονται για να δώσουν μισούς έρωτες. Και δεν το λέω απαραίτητα για καλό.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη