Αν ρωτούσαμε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, τυχαία, θα μπορούσαν όλοι ανεξαιρέτως να μας απαριθμήσουν τα προβλήματά τους και να τα αναλύουν για ώρες. Κάπου είμαστε όλοι ανίκανοι και κάπου αλλού καθένας μας ξεχωριστά απόλυτα ικανός και ταλαντούχος. Το στοιχείο που χαρακτηρίζει όμως τη σύγχρονη εποχή είναι η ανικανότητα να μείνουμε λίγο μόνοι, απομονωμένοι και ήρεμοι. Μεγάλο προσόν να μπορείς να απολαμβάνεις την παρέα του εαυτού σου. Είναι ένα προσόν όμως που παραμένει στα αζήτητα, ιδίως σε μια εποχή που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας ενώνουν περισσότερο από ποτέ «πνίγοντάς» μας στο βυθό της κοινωνικότητας.
Παρ’ όλα αυτά είναι η μοναξιά ίδια με τη μοναχικότητα; Θα μπορούσε κανείς να επιχειρήσει να αναπτύξει αυτές τις δύο έννοιες και να μην πέσει στην παγίδα να τις συσχετίσει; Σε μια εποχή που φαινομενικά δεν υπάρχει μοναξιά και όπου η μοναχικότητα δε συνιστάται και αποφεύγεται με κάθε τρόπο, οι άνθρωποι τείνουμε να απευχόμαστε κάτι τέτοιο και «διψάμε» περισσότερο από ποτέ να γίνουμε αποδεκτοί και να βρεθούμε στο απόγειο της κοινωνικότητας. Έχει ανακαλύψει κανένας μέσα κοινωνικής μοναχικότητας ή έχει κάνει κανείς τον κόπο να εμβαθύνει στην τεράστια αξία της; Αντιθέτως ο άνθρωπος έχει βρει πολλούς τρόπους να «ενώνει» τον έναν με τον άλλο, να μας «βυθίζει» σ’ έναν παγκόσμιο ιστό με πληθώρα πληροφοριών, με κολοσσιαία γκάμα επιλογών, έχοντάς μας φτάσει στο σημερινό, σύγχρονο, αποδεκτό και αν μη τι άλλο ποθητό, αποτέλεσμα.
Ο γνωστός φυσικομαθηματικός και συγγραφέας Blaise Pascal είχε διατυπώσει μια θεωρία που έγινε αργότερα απόφθεγμα και τροφή για σκέψη. Σύμφωνα με τον Pascal «όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας ξεκινούν από την ανικανότητα του ανθρώπου να μείνει για λίγο μόνος και ήρεμος». Πόση αλήθεια μπορεί να κρύβεται σε ένα τέτοιο απόφθεγμα αν το σκεφτεί κανείς;
Οι άνθρωποι, ιδίως σήμερα, φοβόμαστε την απόλυτη ησυχία, την αδράνεια και την ηρεμία, φοβόμαστε το να «μην κάνουμε θόρυβο», το να μην ακουστούμε, το να μη δειχτούμε, το να μην αντιληφθούν οι άλλοι την ύπαρξή μας. Νιώθουμε πως αν δεν είμαστε ενεργοί, θα μείνουμε πίσω από τους άλλους και στο όνομα αυτών των «άλλων» αποσπάμε την προσοχή αδιάλειπτα με ανούσιες δραστηριότητες και πράξεις. Καταλήγουμε να μην έχουμε άλλη επιλογή από το να ξεφεύγουμε από τις συναισθηματικές μας ισορροπίες και να μοχθούμε να βρίσκουμε λύσεις, στοργή, αγάπη, σημασία, ευτυχία -όπως θέλετε πείτε το- σε ξένες αγκαλιές. Και όταν αρχίζουμε και το εφαρμόζουμε όλοι, ξαφνικά γίνεται αποδεκτό και απόλυτα φυσικό να μη «ζεις» πια με τον εαυτό σου, αλλά απλώς να συνυπάρχετε. Ψάχνουμε έξω αυτό που μπορούμε να βρούμε και τελικά υπάρχει μέσα μας.
Σαν είδος μπορούμε να πούμε με περηφάνια πως είμαστε το πιο εξελιγμένο και κατά τα δικά μας δεδομένα το πιο έλλογο ανάμεσα στα άλλα. Ωστόσο ο δισταγμός μας να πάμε κόντρα στην ανθρώπινη φύση με σκοπό να εξυπηρετήσουμε την πυραμίδα της κοινωνικής καταξίωσης, την χρυσόσκονη του φαίνεσθαι, μας φτάνει σ’ ένα σημείο εσωτερικής μιζέριας. Δύσκολο να μη μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, να ζούμε σε μια κατάσταση συνεχούς ευεξίας, να ‘μαστε ήρεμοι και ζεν σχεδόν πάντα. Όλα αυτά φαντάζουν ακατόρθωτα, γιατί όντως έτσι είναι. Δεν μπορούμε να είμαστε μες την τρελή χαρά ακατάπαυστα, δεν μπορούμε να λέμε πως δεν έχουμε προβλήματα, αφού μια ζωή χωρίς προβλήματα εκτός του ότι αποτελεί μια ουτοπία, δε βοηθάει και σε τίποτα. Σ’ έναν αγώνα δρόμου εάν δεν υπάρχουν εμπόδια κι ένας τερματισμός, δεν υπάρχει και λόγος να τον αρχίσουμε. Σε μια σειρά μαθημάτων, αν δεν υπάρξουν δυσκολίες στα διαγωνίσματα και στις εξετάσεις, τότε προς τι όλος ο ντόρος; Σε μια παρθενική θεατρική παράσταση αν δεν υπάρχουν και οι λεγόμενοι haters, οι χλευασμοί και η αυστηρή κριτική, ως προς τι θα βελτιωθεί ο επαγγελματίας του χώρου; Γενικότερα θα ‘ταν καλύτερο να βαφτίζαμε τα προβλήματα προβληματισμούς κι οτιδήποτε έχει να κάνει με κάτι μη αναστρέψιμο ή με θέματα υγείας κυρίως να το αποκαλούμε όντως πρόβλημα.
Ας προσπαθήσουμε να μείνουμε λίγο μόνοι, έστω και για μικρά χρονικά διαστήματα, χωρίς εξωτερικές παρεμβολές κι ας «αγκαλιάσουμε» τη μοναχικότητά μας. Άξιζε να θέλουμε όλο και περισσότερα και να ζούμε με αυτή την έγνοια; Άξιζε να μειώνουμε τους άλλους για να «ανεβούμε» εμείς; Μείνε για λίγο μόνος και θα διαπιστώσεις πως δεν αξίζει. Και δεν άξιζε και ποτέ…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.