Έχουμε οι περισσότεροι περάσει από το στάδιο της εφηβικής εσωτερικής βεντέτας και της άνευ λόγου επανάστασης στο στάδιο της εξερεύνησης του εαυτού και της ανεξαρτησίας. Μετά από εντατικό διάβασμα, τρέλες, βόλτες με φίλους, ερωτικές εξομολογήσεις, μετά από σκασιαρχεία με τους κολλητούς, αλλά και από έντονες, σοβαρές συζητήσεις με τους γονείς για το τι ακολουθεί «μετά». Κι όταν πια το μακρινό «μετά» έφτασε πιο κοντά μας από ποτέ, ήρθε η ώρα να πάρουμε αποφάσεις τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες.
Και φτάνει κάποια στιγμή η ώρα να φύγουμε απ’ το σπίτι, να μείνουμε μόνοι ή να συγκατοικήσουμε και να κάνουμε ό,τι τραβάει η ψυχή μας. Μας δίνεται η δυνατότητα να προσκαλούμε πλέον όποιον θέλουμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό, να παρτάρουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, χωρίς τα αδιάκριτα βλέμματα των γονιών μας, τις παρατηρήσεις και τις συμβουλές τους. Η γνώμη που έχουμε για τη συγκατοίκηση είναι, βέβαια, διαφορετική στα 18, απ’ ότι στα 23 μας ή στα 27 μας.
Η απόφαση να μείνεις με κάποιον δεν είναι βέβαια εύκολη και θέλει αρκετή σκέψη πριν την πάρεις και όχι σπασμωδικές κινήσεις. Για να συγκατοικήσεις με κάποιον πρέπει να είναι ώριμη επιλογή, να το έχεις «δουλέψει» μέσα σου και να έχεις ζυγίσει στο μυαλό σου τα θετικά και τα αρνητικά αυτής της απόφασης. Αμοιβαίες υποχωρήσεις πρέπει να γίνονται καθημερινά. Eίσαι έτοιμος να κάνεις πίσω για να σεβαστείς τις ανάγκες κάποιου άλλου;
Για μια αρμονική συγκατοίκηση θα πρέπει κανείς αρχικά να σκεφτεί αν είναι σε θέση να μοιραστεί το ίδιο σπίτι με άλλους, να ανταποκριθεί σε ορισμένες υποχρεώσεις, να αποδέχεται και πολλές φορές να υποχωρεί. Εμένα προσωπικά θα μου φαινόταν παραμυθένιο να μπορούσα να έμενα με τους κολλητούς, να έχει ο καθένας το χώρο του και παράλληλα να είμαστε παρέα, να περνάμε τις μέρες με ατελείωτες κουβέντες, μοχίτο λεμόνι, νέτφλιξ και παρτάρες. Μα τώρα που το ξανασκέφτομαι και προσγειώνομαι στην πραγματικότητα, ίσως ακόμα κι ένα τέτοιο ιδανικό σενάριο να κατέληγε κουραστικό και εν τέλει ανυπόφορο αν επρόκειτο να επαναλαμβάνεται καθημερινά. Οπότε το πρώτο -και το κυριότερο- είναι να σκεφτείς εξαρχής αν είσαι σε θέση να μείνεις με κάποιον για να μην καταλήξεις να νιώθεις άβολα στο ίδιο σου το σπίτι και να προσπαθείς να βρίσκεις τρόπους να περνάς όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο σ’ αυτό.
Στη συνέχεια, πριν πάρουμε την απόφαση, θα πρέπει να σκεφτούμε αν θέλουμε τα κολλητάρια μας ή αν προτιμάμε να μείνουμε με έναν «ξένο» -αρχικά-, γιατί αργότερα το πρόσωπο αυτό μπορεί να ανήκει στους φίλους μας. Κι αυτό γιατί όταν μένεις με ένα άτομο που δεν έχετε μεγάλη οικειότητα μπορείς να γνωστοποιήσεις τις επιθυμίες σου πιο άνετα, να θέσετε εξαρχής συγκεκριμένους κανόνες και να φροντίζει ο καθένας να μην ξεπερνά τα όρια του άλλου και να σέβεται τον προσωπικό του χώρο. Το να μένεις με τους κολλητούς είναι ρίσκο, γιατί αν θες να πεις και καμιά κουβέντα παραπάνω ή να κάνεις παρατήρηση, υπάρχει ο φόβος μην το πάρουν στραβά. Εξάλλου οι«παραξενιές» μας είναι υποφερτές από πολύ λίγους -κυρίως από την οικογένειά μας. Επίσης μέσω ενός ατόμου που δε γνωρίζεις μπορεί ν’ αναπτυχθεί μια νέα παρέα, να γνωρίσει τους φίλους σου κι εσύ τους δικούς του κι αυτό βοηθάει στην περαιτέρω κοινωνικοποίηση. Με τους κολλητούς από τη στιγμή που τους γνωρίζουμε η κατάσταση είναι διαφορετική. Δημιουργούνται ευκολότερα παρεξηγήσεις, προστριβές και η ισορροπία είναι λεπτή.
Όταν με το καλό καταλήξεις πως θες τελικά να βρεις συγκάτοικο -για οποιοδήποτε λόγο- και αφού έχεις σκεφτεί ώριμα πως θα υπάρξει ένα πρόγραμμα με δουλειές που πρέπει να τηρείτε με ευλάβεια, σεβασμός -που είναι αυτονόητο-, υποχωρήσεις δεδομένου ότι θα θέλετε να φέρετε κόσμο στο σπίτι -γκόμενους, κολλητούς, γονείς, αδέλφια, ζωάκια-, το άτομο με το οποίο θα μείνεις φρόντισε να είναι καθαρά προσωπική επιλογή. Καλό θα ήταν στις επιλογές σου να σκεφτείς πέρα από το προφανές και να δώσεις ευκαιρία στον εαυτό σου να γνωρίσει και κάτι πέρα από τα συνηθισμένα. Το σπίτι έτσι κι αλλιώς θα είναι πάντοτε εκεί.
Εν ολίγοις είναι προτιμότερο να επιλέξει να συμβιώσει κανείς με ένα άτομο ή περισσότερα που να μη γνωρίζει πολύ καλά για να δώσει την ευκαιρία στον εαυτό του να αλληλεπιδράσει με νέα άτομα, να γνωριστούν κι αν όλα πάνε ρόδινα να βρει στο δωμάτιο της διπλανής πόρτας ένα χέρι βοηθείας, ένα στήριγμα, μια έμπνευση για μέλλουσες πλάκες, χαρές, νεανικές ατασθαλίες, ένα νέο φίλο. Οι κολλητοί που έχεις σήμερα -επίσης αν όλα πάνε ρόδινα-, πάλι εκεί θα είναι, να «αναβοσβήνετε το φανάρι» της φιλίας και να μοιράζεστε στιγμές που μόνο εσείς θα ξέρετε και δε θα εκμυστηρευτείτε ποτέ, σε κανέναν. Κι αν σ’ αυτή τη συγκακατοίκηση υπάρχει χώρος και για άλλους, γιατί όχι. Όλοι οι καλοί, χωράνε. Όχι;
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.