H Έφη κι ο Μιχάλης γνωρίζονται χρόνια. Φίλοι φίλων από φίλο και το κουβάρι μεγάλο.

Είναι από εκείνες τις φιλίες τις τόσο παλιές που πιστεύεις ότι ήταν από πάντα εκεί σαν ένα χέρι, ένα πόδι, σαν τη σκόνη πάνω στο ψηλό ράφι με τα βιβλία.

Πιο παλιά βλεπόντουσαν κάθε Δευτέρα ή Τετάρτη.

Ίσως και πιο αραιά για να «τινάξουν» από πάνω τους τη σκόνη της εβδομάδας.

Πάντα το βράδυ. Ποτέ στο φως.

Βρίσκονταν στις ώρες που είχαν για να ζήσουν και όχι σε εκείνες που έψαχναν να σκοτώσουν.

Τα κατάφερναν καλά στα λόγια αλλά θριάμβευαν στις σιωπές.

Κυρίως αυτές είναι που κάνουν τις πραγματικές συζητήσεις.

Οι συναντήσεις τους είχαν πάντα το ίδιο τελετουργικό: το πρώτο ποτό στα γρήγορα, που χωρίς να το καταλάβουν γινόταν δύο, τρία, τέσσερα, ίσως και πέντε.

Μισομεθυσμένες εξομολογήσεις που διαδέχονταν άσχετες κουβέντες.

Η Έφη όλο έμπλεκε κατά πολύ περίεργο τρόπο με «ιδιαίτερους τύπους» και  o Mιχάλης πάντα άκουγε υπομονετικά  ό,τι κοσμογονικό συνέβαινε στη ζωή της.

Εκείνη, βλέπετε, βρισκόταν πάντοτε σε μια μόνιμη διαδικασία αλλαγής.

Την τυραννούσε μια ανεξήγητη απληστία .Όχι για χρήματα, αυτό θα ήταν πιο εύκολο.

Για ταξίδια, φιλίες, γνώσεις, εμπειρίες.

Εκείνος πάντα πιο συγκρατημένος στις κουβέντες.

Ύφος βαρύ και ενίοτε βαριεστημένο. Αντίθετοι φαινομενικά, ολόιδιοι στην ουσία τους.

Κάθε φορά που κάποιος αφηνόταν λίγο περισσότερο, ο δεύτερος μάζευε σχολαστικά τα κομμάτια του άλλου, για τους τύπους.

Ο χρόνος σταματούσε σαν κινηματογραφικός φακός που εστιάζει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και γύρω τους σε πιο αργή κίνηση εκτυλισσόταν η υπόλοιπη δράση, κάτι σαν δεύτερη πραγματικότητα στο βασικό πλάνο.

Παρασύρονταν για στιγμές, λεπτά, για μήνες, για ολόκληρα χρόνια και ύστερα επέστρεφαν διακριτικά στις κανονικές τους σχέσεις.

Φορούσαν βιαστικά τα ρούχα τους και εξαφανίζονταν με τυπικές κουβέντες και χαμόγελα καληνύχτας μέχρι την επόμενη Δευτέρα ή και Τετάρτη.

Δεν  αναρωτήθηκαν ποτέ για πράγματα που βασανίζουν τα ανθρώπινα ζευγάρια και θέτουν υπό αίρεση τον έρωτα,τον καταμετρούν,τον σφυγμομετρούν,τον εξετάζουν και κινδυνεύουν να τον καταστρέψουν πριν καν γεννηθεί.

Ήταν και αυτά τα άτιμα τραγούδια καταδότες.

Πρόδιδαν όσα οι λέξεις δεν τολμούσαν να αποδώσουν.

Τίποτα δεν ξεμπροστιάζει την ψυχή περισσότερο από τον ανακριτικό φακό της μουσικής.

Σιγά το πράγμα, θα μου πεις. Πόση αξία έχουν οι νότες για την επιβίωση; 

Για την Έφη και τον Μιχάλη η μουσική ήταν από εκείνα τα πράγματα που κάνουν την επιβίωση να αξίζει.

Αν πιστέψουμε τους συνδαιτυμόνες του πλατωνικού Συμποσίου, οι άνθρωποι πολύ παλιά είχαν τέσσερα πόδια, τέσσερα χέρια και ένα κεφάλι με δύο πρόσωπα.

Μέχρι που ο Δίας φοβήθηκε ότι αυτοί οι άνθρωποι θα  απειλούσαν  τον θεϊκό του θρόνο κι έτσι τους χώρισε στα δύο, καταδικάζοντάς τους να αναζητούν εναγωνίως το άλλο τους κομμάτι για μια ολόκληρη ζωή.

Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει η άποψη ότι υπάρχουν αδερφές ψυχές και ζουν κάπου σε αυτόν ή σε κάποιον άλλον πλανήτη και πόσο πιθανό είναι να συμπέσουν οι πιθανότητες, ώστε να συναντηθούν σε αυτή τη ζωή, είτε απλά μια τέτοια φήμη δημιουργήθηκε για να ικανοποιήσει την αρρωστημένη τάση του ανθρώπου να προσκολλάται και να ζητιανεύει τα πολλά άλλα μισά που θα ολοκληρώσουν τη δική του μισοτελειωμένη ύπαρξη. 

Σημασία έχει ότι στην περίπτωση αυτών των δύο, αλλά και πολλών άλλων σαν και αυτών, που δεν μοιράζονται συμβατικές σχέσεις βρίσκουν εφαρμογή όλα όσα μάθαμε στο Λύκειο για τους ομοιοπολικούς δεσμούς μορίων και τις ισχυρές ελκτικές τους δυνάμεις που ξεπερνούν τους κοσμικούς περιορισμούς.  

«Οι σπουδαίοι έρωτες δεν έγιναν ποτέ αντιληπτοί  από τους εμπλεκόμενους και παρέμειναν μεγάλοι, γιατί τελικά δε συμβιβάστηκαν ποτέ. Υπάρχει πολύ περισσότερος έρωτας στη φιλία, παρά φιλία στον έρωτα. Μόνο ο γνήσιος έρωτας είναι, θες δεν θες, πιστός.» Paul Geraldy

  

Συντάκτης: Βασιλική Τσουρή