Είμαι ένα μοναχοπαίδι.
Δεν το επέλεξα εγώ, απλώς η μαμά κι ο μπαμπάς όταν ήμουν μικρή αποφάσισαν πως δεν ήθελαν άλλο παιδάκι ή δεν μπόρεσαν να κάνουν ή απλώς δεν προέκυψε. Δεν ξέρω ποιο από αυτά ισχύει, μα για να είμαι απόλυτα ειλικρινής δε με πολυνοιάζει κιόλας. Κι έτσι έμειναν αυτοί με μένα κι εγώ χωρίς αδερφάκια.
Ακούω συχνά πως εμάς μας κακομάθανε οι γονείς μας λιγάκι παραπάνω, πως τάχα μας έκαναν όλα τα χατίρια, πως δε χρειάστηκε να κόψουν την αγάπη τους σε δύο, τρία ή και περισσότερα κομμάτια. Ότι μας είχαν μεγαλύτερη αδυναμία μιας και ήμασταν το επίκεντρο του κόσμου τους. Όλα αυτά έχουν όντως μια δόση αλήθειας και μπορώ να σας το επιβεβαιώσω βιωματικά. Οι ίδιοι που λένε τα παραπάνω, συμπληρώνουν, όμως, και πως τα θέλουμε όλα δικά μας, πως δεν έχουμε μάθει να μοιραζόμαστε, πως είμαστε απαιτητικοί, δογματικοί και επιδιώκουμε πάντα να γίνεται ό,τι εμείς θέλουμε. Δε σας κρύβω, πως αυτό το βρίσκω λίγο –έως πολύ– άδικο απέναντί μας.
Μικρή, όντως, δε χρειάστηκε να μοιραστώ, μα αυτό δε σημαίνει πως δε μου έμαθαν και να μοιράζομαι. Επειδή δεν είχα κάποιον μέσα στο σπίτι να διεκδικούμε το ίδιο παιχνίδι την ίδια στιγμή, επειδή δε χρειάστηκε να υποχωρήσω όταν κάποιος άλλος ζητούσε επίμονα αυτό που εγώ επιθυμούσα, δε σημαίνει πως οι γονείς μου δεν έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να μου μάθουν την αξία του «να μοιράζεσαι».
Μικρή είχα φίλους. Και, ναι, κατάφερα και μοιράστηκα με αυτούς. Τα παιδάκια στο σχολείο έγιναν για μένα μια μορφή οικογένειας και εφάρμοσα εκεί το να τους προσφέρω λίγο απ’ το κολατσιό μου όταν έβλεπα πως το κοιτούσαν με ένα βλέμμα ηδονής ή να τους τους δίνω να παίξουν με το καινούριο μου παιχνίδι. Και μέσα στο σπίτι, το δικό μου δεν ήταν καθαρά δικό μου. Περνούσαν συγγενείς, παίζαμε παρέα, περνούσαμε χρόνο μαζί. Αλλά, κυρίως, με τη μαμά και τον μπαμπά, μοιραζόμουν τα πάντα, ακόμα κι αν δεν ήταν πάνω-κάτω συνομήλικοι.
Δεν ένιωθα πιο τυχερό από τα υπόλοιπα παιδιά επειδή τα είχα όλα και κανένας άλλος δεν τα διεκδικούσε, μιας και δεν απέκτησα ποτέ το τότε –πολυπόθητο– αδερφάκι. Δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή πως δεν έχει κανένας το δικαίωμα ν’ ακουμπά τα πράγματά μου, γιατί είναι ολόδικά μου.
Για να σας πω την αλήθεια, θα ήθελα να έχω κάποιον να αναγκαστώ να μοιραστώ τα πράγματά μου. Μεγάλωσα πραγματικά με τόσα πολλά –όχι υλικά αγαθά– μα με αγάπη, πληρότητα συναισθημάτων, που σύντομα συνειδητοποίησα πως αυτά που έχω είναι αρκετά, ώστε να φτάνουν για να τα διαιρέσω σε μικρότερα τμήματα και για να ικανοποιήσουν περισσότερους ανθρώπους από μένα.
Και επειδή η μαμά κι ο μπαμπάς φοβόντουσαν μήπως κι εγώ καταλήξω στην κατηγορία με τα αποκαλούμενα «κακομαθημένα» μοναχοπαίδια –που εγώ προσωπικά δεν έχω γνωρίσει κανένα στη ζωή μου μέχρι σήμερα– μου τόνιζαν ακόμα περισσότερο σε σχέση με τις πολύτεκνες οικογένειες την αξία της προσφοράς. Διαβάσαμε γι’ αυτή βιβλία, δώσαμε σε ανθρώπους που πραγματικά το είχαν ανάγκη, ώστε να βεβαιωθούν ότι το κενό που υποτίθεται πως θα δημιούργησε στη συμπεριφορά μου η απουσία ενός αδερφού ή μιας αδερφής, θα έχει καλυφθεί με άλλα ερεθίσματα, τα οποία θα μου μάθαιναν ακριβώς το ίδιο. Κι έτσι σμίλευσα τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου, γνωρίζοντας πως μπορεί να μη μοιράζομαι με τα αδέρφια που δεν έχω, μα την πρώτη στιγμή που θα μου δοθεί η ευκαιρία να μοιραστώ, θα το κάνω με όλη μου την καρδιά.
Γονείς μου, σας ευχαριστώ που με βοηθήσατε σ’ αυτό.
Και τα κακομαθημένα μοναχοπαίδια, ας αρκεστούμε στο να χαρακτηριζόμαστε πλέον καλομαθημένα, χωρίς ο όρος αυτός να είναι αρνητικά φορτισμένος. Μας έλειψε η παρέα που εσείς είχατε καθημερινά και ίσως κάποιες φορές και να σας ζηλέψαμε, μα προσπαθήσαμε να μην υστερούμε σε τίποτα από άποψη συμπεριφοράς και καλών τρόπων. Και πιστέψτε με, ως τώρα τα ‘χουμε καταφέρει καλά!
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα