«O εγωισμός είναι το πάθος των παθών» γράφει η Μάρω Βαμβουνάκη, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι ο εγωιστής παλεύει να ‘ναι διαρκώς είτε αξιοθαύμαστος είτε αξιολύπητος. Ένα απ’ τα κύρια χαρακτηριστικά κάθε εγωιστή είναι το αίσθημα του ανεκπλήρωτου και του ανικανοποίητου, η πεποίθηση πως διαρκώς κάτι του λείπει ή σε κάτι υπολείπεται. Η ανεπάρκεια την οποία αναγνωρίζει ο ίδιος στον εαυτό του, τον ωθεί συχνά σε προσπάθειες εντυπωσιασμού ώστε να ελκύει το ενδιαφέρον επιδιώκοντας –έστω και παροδικά– την εσωτερική του πληρότητα.
Στην προσπάθειά τους αυτή, οι εγωιστές συχνά μονοπωλούν τις συζητήσεις τους με άλλους. Δεν πρόκειται για απλούς φλύαρους και φαφλατάδες που έχουν την τάση να μιλάνε διαρκώς και δεν προλαβαίνεις να αρθρώσεις λέξη όταν βρίσκεσαι δίπλα τους. Ο λόγος για τον οποίο σε παίρνουν μονότερμα είναι βαθύτερος κι εξηγείται αν προσεγγίσουμε προσεκτικά τον ψυχολογικό τους κόσμο.
Παρατηρείται στους εγωιστές μια έμφυτη τάση να παρουσιάζουν τα επιτεύγματα και τις επιτυχίες τους, να προσπαθούν να αναδείξουν πόσο ευτυχισμένοι είναι. Μιλάνε σε σένα για κατορθώματα, με κάμποση έπαρση και περηφάνια, επιδιώκοντας να κερδίσουν –μα τι άλλο;– το θαυμασμό σου.
Τα λένε σε σένα για να σε πείσουν, μα στην πραγματικότητα τα λένε σε σένα για να πειστούν οι ίδιοι. Για να τα ακούσουν εκείνοι και να νιώσουν έστω και για μία στιγμή πραγματικά ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους. Ή ακόμα για να ξεστομίσεις εκείνο το «μπράβο», το πολυπόθητο, που τόσο πολύ περιμένουν να ακούσουν από κάποιον. Ένα «συγχαρητήρια» και μια επιβράβευση που θα τονώσει την αυτοπεποίθησή τους και, παράλληλα, θα βοηθήσει να γεμίσουν όλα εκείνα τα κενά που τους δημιουργεί καθημερινά το «εγώ» τους.
Άλλοτε, πάλι, δε σου μιλάνε για τις επιτυχίες τους προβάλλοντας τον εαυτό τους ως ευτυχισμένο ον, μα προτιμούν να σου εξιστορήσουν το δράμα τους. Σ’ αυτή την περίπτωση θα τους ακούσεις να κάνουν αναφορά στις δυσμενείς καταστάσεις της ζωής τους, εστιάζοντας στις δυσκολίες που πιθανόν να αντιμετωπίζουν, στις πτυχές εκείνες που κάτι δεν πάει καλά ή νομίζουν πως κάτι δεν πάει καλά.
Στη συντριπτική πλειονότητα οι διηγήσεις αυτές αφορούν γεγονότα και καταστάσεις που οι ίδιοι μεγαλοποιούν και σου τα παρουσιάζουν με απόλυτα πεσιμιστική διάθεση και τάση υπερβολής. Τα γεγονότα αυτά δεν τους απασχολούν, φυσικά, στο βαθμό που ίδιοι διατείνονται, ωστόσο, με την τεχνική της επίκλησης στο συναίσθημα του δέκτη, προσπαθούν αφενός να κερδίσουν την προσοχή σου κι αφετέρου να προκαλέσουν τη συμπόνια σου.
Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνουν τον αρχικό τους σκοπό, να θέσουν δηλαδή τον εαυτό τους στο επίκεντρο –της συζήτησης ή του ενδιαφέροντος–, να κερδίσουν και πάλι το θαυμασμό σου, αυτή τη φορά όμως όχι για τα επιτεύγματά τους αλλά για την αντοχή και την ανοχή τους, για τη δύναμη που καταφέρνουν κι επιδεικνύουν στις δύσκολες στιγμές.
Στις παραπάνω συζητήσεις εσύ πιθανότατα δεν πρόλαβες να αρθρώσεις κουβέντα, μα κι αν την άρθρωσες ουδείς ενδιαφέρθηκε να σε ακούσει. Γιατί καθ’ όσο εσύ μιλούσες, το πρόσωπο απέναντί σου έκανε αναπόφευκτα σύγκριση, μια σύγκριση με το «εγώ» του που αποδεικνύει για ακόμα μια φορά πως ο εγωισμός είναι το μεγαλύτερο πάθος. Ο εγωισμός δεν είναι ένα απλό πείσμα ή επιμονή για να τον κατατάξεις στα θετικά στοιχεία του χαρακτήρα σου.
Εγωιστές δεν είναι μόνο αυτοί που φαίνονται, αυτοί που παρουσιάζονται ως απόλυτοι υπέρμαχοι μιας θέσης, που αρνούνται να ενστερνιστούν τη γνώμη των άλλων ή να τροποποιήσουν την αρχική τους άποψη. Εγωιστές μπορεί να είναι κι εκείνοι που δείχνουν επικοινωνιακοί, που σου μιλάνε κι έχουν αναπτύξει μια αξιοθαύμαστη ικανότητα πειθούς, που ο λόγος τους διόλου σε τρομάζει, μιας και σφύζει από επιχειρήματα.
Αυτοί είναι οι κρυφοί εγωιστές, που στοχεύοντας στη συμπάθεια ή στο χειροκρότημά σου επιδιώκουν να παλέψουν με το «εγώ» τους αθόρυβα, καταφέρνοντας να το νικήσουν τρέφοντάς το απλώς με μερικές στιγμές ικανοποίησης.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη