Κατώτερός μου κι ανώτερός μου σ’ ακούω συχνά να λες, κι η ερώτηση που βγαίνει αβίαστα απ’ τα χείλη μου είναι «ως προς τι;». Αν όντως υπάρχει κάποια κλίμακα κατάταξης των ανθρώπων σε κατηγορίες, δε θα ήθελα να μου τη μάθετε -όχι γιατί φοβάμαι μήπως απογοητευτώ αφού δω τη θέση μου σε έναν πίνακα μεταξύ άλλων, μα γιατί δε νιώθω την ανάγκη να συγκριθώ με κανέναν.
Και ναι, υπάρχουν όντως άνθρωποι που θαυμάζω σε συγκεκριμένους τομείς της ζωής τους και συμπεριφορές που μόνο αξιοζήλευτες μπορεί να είναι, μα αυτό δε σημαίνει πως αυτοσκοπός μου είναι να τους μιμηθώ, να τους αντιγράψω ή ακόμα χειρότερα να τους μοιάξω -όπως ακούω συχνά να λέγεται. Πρότυπο δεν έχω κι αν είχα δε θα ήταν μόνο ένα. Θα είχα πρότυπο «αυτόν» επειδή τα καταφέρνει καλά σε κάτι και «εκείνον» επειδή τα καταφέρνει καλύτερα σε κάτι άλλο. Θα ήθελα να είμαι ένα κράμα των ιδανικών χαρακτηριστικών που θαυμάζω σε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, μα τώρα που το ξανασκέφτομαι στην περίπτωση αυτή εγώ δε θα ήμουν «εγώ».
Κι έτσι, οι αποκαλούμενοι «ανώτεροι» μόλις απομυθοποιήθηκαν. Με όλους εκείνους όμως που συνηθίζεις να αποκαλείς «κατώτερους» τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Πίσω από την υποτίμηση κρύβεται μια υποσυνείδητη ανάγκη υπερτίμησης. Υποτίμηση του «εσύ» για υπερτίμηση του «εγώ». Σε διαφορετική περίπτωση δε θα έμπαινες στη διαδικασία να ασχοληθείς, να συγκρίνεις το συγκεκριμένο πρόσωπο με τον εαυτό σου.
Τι σε οδήγησε όμως στη ανάγκη για υποτίμηση;
Στην απλούστερη περίπτωση, θα έλεγε κανείς πως οι λόγοι είναι καθαρά ανταγωνιστικοί. Πως το συγκεκριμένο πρόσωπο κάτι κάνει -και μάλλον για να ασχολείσαι μαζί του, κάτι κάνει καλά. Ο εγωισμός σου δε δέχεται να παραδεχτεί την αξία του ατόμου αυτού και ψάχνει διαρκώς τρόπο να τον υποβιβάσει, συχνά, μάλιστα, σε διαφορετικό τομέα από αυτόν που ο άλλος αναδεικνύει τις ικανότητές του. Με την τεχνική αυτή του αποπροσανατολισμού, καταφέρνεις να πείσεις τον εαυτό σου να μην εστιάσει στα προσόντα του προσώπου αυτού. Έτσι, αναγάγωντας μια αδυναμία του σε σημαντική, καταλαγιάζεις το φθόνο που σου προκαλεί και δεν μπαίνεις σε διαδικασία σύγκρισης, πείθοντας τον εαυτό σου πως δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο ικανός όσο φαίνεται.
Γενεσιουργός αιτία στην περίπτωση αυτή, είναι ο φόβος σου. Φόβος, ο οποίος συνοδεύεται κι από ένα αίσθημα απειλής ορισμένες φορές. Νιώθεις ότι ποτέ δε θα καταφέρεις να τον φτάσεις, ότι πάντα θα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά, ότι πιθανότατα να σου στερήσει ευκαιρίες που εσύ διεκδικείς. Μπορεί ο ίδιος να μην έχει κουνήσει καν το μικρό του δαχτυλάκι, να μην έχει ασχοληθεί ποτέ μαζί σου. Εσύ, όμως, φοβάσαι τη δύναμή του, την εξουσία του. Κι αυτός ο φόβος δεν μπορεί να εκδηλωθεί διαφορετικά, παρά μόνο μειώνοντάς τον. Στον εαυτό σου, αλλά και στους γύρω σου.
Κι αν δεν τον φοβάσαι, τότε σίγουρα τον γουστάρεις. Έλα, από ποιο πλανήτη ήρθες εσύ που μόλις έμεινες με το στόμα ανοιχτό; Τον θες κολασμένα κι όμως δεν πρόκειται να το παραδεχτείς ποτέ. Έρωτας κρύβεται πίσω απ’ όλο αυτό και δε θες να αφήσεις ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό να το συνειδητοποιήσει. Έτσι, γεννάς και προκαλείς μια έχθρα, ένα φαινομενικό μίσος που καλύπτει στο κεφάλι σου τα αισθήματα που νιώθεις όταν βρίσκεται γύρω σου. Δεν αφήνεις να εκδηλωθεί αυτό που υποσυνείδητα έχει αναπτυχθεί, αναμασώντας τη φράση «εγώ μ’ αυτόν, ποτέ». Πίσω από φαινομενικές κόντρες και έχθρες, δεν κρύβονται εξάλλου οι μεγαλύτεροι έρωτες; Αν δεν τον γούσταρες, δε θα έμπαινες καν στη διαδικασία να τον φέρεις στο μυαλό σου, να τον υποτιμήσεις, ώστε να σου αποδείξεις ότι δεν είναι τόσο ιδανικός όσο φαίνεται, ότι έχει ατέλειες και ελαττώματα και γι’ αυτό πρέπει να μείνεις μακριά του.
Όποιον υποτιμάς -χωρίς να έχεις ουσιαστικό λόγο- ή τον γουστάρεις ή τον φοβάσαι. Η μεγαλύτερη συνειδητοποίηση μιας αλήθειας που δεν ήθελες ούτε ο ίδιος να παραδεχτείς.
Εσύ, λοιπόν, ποιον γουστάρεις και ποιον φοβάσαι;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου