«Κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του έναν εν δυνάμει δολοφόνο».
Διαβάζεις αυτή τη φράση και γελάς, εσύ, που σκοτώνεις άθελά σου ένα μυρμήγκι και νιώθεις τύψεις που του αφαίρεσες άδικα τη ζωή. Από τη λογική στην παράνοια ένα τσιγάρο δρόμος. Το ίδιο κι απ’ το πάθος και τον έρωτα στο έγκλημα.
«Σκότωσε τη γυναίκα του, γιατί την έπιασε στο κρεβάτι με τον εραστή της».
«Αφού της ανακοίνωσε πως ήθελε να χωρίσουν, λίγες ώρες μετά ήταν νεκρός».
Ιστορίες που γίνονται πρωτοσέλιδα σε εφημερίδες, πρώτη είδηση σε παράθυρα, που ταράζουν την κοινή γνώμη και που βλέποντάς ‘τες εξ’ αποστάσεως απορείς τι είδους άνθρωπος να ήταν άραγε αυτός που μπόρεσε και προέβη σε μία τόσο απάνθρωπη πράξη.
Το μυαλό είναι σαν ένας διακόπτης που μπορεί πολύ εύκολα να μεταβεί απ’ το on στο off. Εκείνο το «θόλωσα και δεν ήξερα τι έκανα», που ισχυρίζονται μετέπειτα οι δράστες εν όψει του κατηγορητηρίου. Κι εσύ ακόμη απορείς γιατί δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν, να βάλουν φρένο στα ζωώδη ένστικτά τους, να λειτουργήσουν με γνώμονα τη λογική και αν το «εν βρασμώ ψυχής» είναι απλώς μια κοινή δικαιολογία ή είναι ικανό να αιτιολογήσει πράγματι την πράξη τους.
Ας γνωρίσουμε όμως το πρόσωπο ενός δράστη εγκλήματος πάθους.
Μπορεί να είναι ο γείτονάς σου, η γλυκιά κυρία που πιάνετε κουβέντα στο περίπτερο, ο αδερφός ή η αδερφή σου, που νομίζεις πως ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα. Άτομα υπεράνω υποψίας, με καθαρό ποινικό μητρώο και ψυχικά υγιή, άτομα της διπλανής πόρτας που θεωρείς ακίνδυνα. Σε μεγαλύτερη συχνότητα εκτελούνται από άντρες, καθώς τείνουν ακόμα και σήμερα να θεωρούν τον εαυτό τους το ισχυρό φύλο και δεν αποδέχονται πως η γυναίκα είναι ισότιμη στον ερωτικό τομέα.
Κανένα κοινό δεν έχουν όλα αυτά τα άτομα μεταξύ τους, πέρα από μία γενικευμένη αδυναμία ελέγχου των συναισθημάτων τους. Έχουν την τάση να γίνονται χειριστικοί, να εμφανίζονται κτητικοί, να χάνουν εύκολα την ψυχραιμία τους και ίσως κάποιες φορές εκδηλώνουν και βίαιη συμπεριφορά. Κι όμως, όσοι εμφανίζουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δε θα καταλήξουν όλοι δολοφόνοι. Κοινώς είναι απρόβλεπτοι, δεν αποτελούν μια κατηγορία από μόνοι τους, δεν μπορείς να διακρίνεις συμπτώματα και να εντοπίσεις σημεία, ώστε να μείνεις μακριά τους.
Πώς όμως φτάνει κάποιος στη συγκεκριμένη απόφαση;
Διακρίνονται δύο κατηγορίες εγκλημάτων πάθους. Τα εγκλήματα συναισθηματικής φόρτισης, όπου το άτομο δεν καθυστερεί να δράσει, δε μηχανεύεται έξυπνους τρόπους και μέσα και δεν αναλογίζεται συνέπειες πριν πραγματοποιήσει το έγκλημα. Αντίθετα, στα εγκλήματα νοσηρού πάθους κίνητρο είναι η εκδίκηση και πολλές φορές οι δράστες τα σχεδιάζουν χρόνια μέχρι να καταφέρουν να στήσουν το «τέλειο έγκλημα». Στην πρώτη περίπτωση, βλέπουμε άτομα που μετανιώνουν μόλις συνειδητοποιήσουν αφενός την απώλεια του αγαπημένου προσώπου τους και αφετέρου ότι κατέστρεψαν και τη δική τους ζωή. Για το λόγο αυτό, ένα μεγάλο ποσοστό εξ΄αυτών οδηγείται στην αυτοκτονία μερικές βδομάδες ή μήνες μετά το έγκλημα. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι μία πράξη συνειδητή, θεωρούν ότι «καθάρισε» ο κόσμος από ένα ακόμη ανήθικο άτομο, ότι έκαναν αυτό που θεωρούσαν σωστό, και σαφώς δε μετανιώνουν για την πράξη τους, γι’ αυτό και προσπαθούν να καλύψουν τόσο καλά τα ίχνη τους.
Είτε πραγματοποιήθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη και ήταν μη προσχεδιασμένα, είτε οργανώθηκαν με απόλυτη προσοχή, το «τέλειο έγκλημα» δεν υπάρχει.
Τα άτομα αυτά είναι προδιαγεγραμμένο στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων να οδηγηθούν εν όψει του δικαστηρίου, όπου και θα τιμωρηθούν για το έγκλημά τους. Τη στιγμή εκείνη παρουσιάζεται σε εμάς μόνο η μία πλευρά, αυτή του δράστη, ο οποίος είναι και ο μοναδικός μάρτυρας της ιστορίας. Βλέπουμε ακόμα και τον ίδιο να μην μπορεί να ερμηνεύσει με βάση τη λογική τους λόγους που ο φόνος ήταν πιο σημαντικός απ’ την αξία της ζωής του άλλου ατόμου. Δεν έχουν κανένα απολύτως όφελος από την πράξη τους, παρά μόνο τη συναισθηματική ικανοποίησή τους. Το ηθικό τους αίσθημα για την τιμωρία μιας ανήθικης πράξης είναι αυτό που τους διακατέχει.
Τα εγκλήματα πάθους αναδεικνύουν με τον πιο αξιοσημείωτο τρόπο το βάθος της ψυχής του εγκληματία, μιας ψυχής που κατακλύζεται από αίσθημα απόγνωσης, ζηλοτυπίας, κτητικότητας, οργής και αγανάκτησης. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν τον αποκλειστικό έλεγχο επί του θύματος για μια ολόκληρη ζωή, να τον κρατήσουν δικό τους και να μην τον μοιραστούν με κανέναν άλλο. Είναι σαφώς αδικαιολόγητοι, αλλά, γιατί άραγε ακόμα και τα δικαστήρια δίνουν ελαφρυντικά σε αυτές τις περιπτώσεις;
Τα εγκλήματα αυτά παίρνουν τεράστιες κοινωνικές διαστάσεις, συχνά γίνονται ακόμα και τηλεδίκες, οπότε η κοινή γνώμη επηρεάζει σημαντικά τη δικαστική έκβαση της υπόθεσης. Όταν δε ο θύτης έχει βρεθεί στη θέση του θύματος λόγω απιστίας ή εγκατάλειψης πριν διαπράξει τη συγκεκριμένη πράξη, η οργή που προκάλεσε η ανάρμοστη συμπεριφορά στο θύτη, λειτουργεί συχνά και ως ελαφρυντικό, καθώς η κοινή γνώμη εμφανίζεται ιδιαίτερα ευαίσθητη σε θέματα ηθικής. Ο «τρελός» νους κάποιου που ερωτεύτηκε παράφορα και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα ένστικτα και τις ορμές του, δείχνει πως ο έρωτας είναι όντως το πιο δυνατό συναίσθημα που συχνά ωθεί και στις μεγαλύτερες καταστροφές.
Εγκλήματα πάθους. Ένας απ΄τους μεγαλύτερους γρίφους για τους εγκληματολόγους. Απ’ τις πιο δύσκολες υποθέσεις για τους δικαστές. Τα αρχαιότερα εγκλήματα στην ιστορία. Η μεγαλύτερη έμπνευση για τον Κοκκινόπουλο. Και η απόδειξη πως για χάρη του έρωτα μπορεί κάποιος να χάσει στην κυριολεξία τα λογικά του.
Άραγε, πόσοι απ’ αυτούς θα το ξανάκαναν αν τους δινόταν η ευκαιρία;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου