«Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται», φράση που είθισται να χρησιμοποιούμε συχνά αναφερόμενοι στην έννοια του «αυτονόητου». Δίχως χρήση λεξικού ή λόγιων λέξεων, θα έλεγε κανείς πως «αυτονόητο» είναι οτιδήποτε γίνεται εύκολα αντιληπτό απ’ τον κοινό νου, δεν απαιτεί, δηλαδή, περαιτέρω εξήγηση ή ανάλυση για να γίνει κατανοητό.
Για να κάνουμε δεκτή την παραπάνω ερμηνεία, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι υπάρχει και «κοινός» νους, ότι υπάρχει, δηλαδή, ομοιογένεια σκέψεων ανάμεσα στους ανθρώπους, ότι προσδιορίζουν πράγματα και καταστάσεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αναλογίζοντας, όμως, ότι το «συνηθισμένο» του ενός μπορεί να είναι παράλληλα το «παράδοξο» του άλλου κι ότι δεν είμαστε τίποτα παραπάνω παρά ένα κράμα διαφορετικών προσεγγίσεων, καταρρίπτεται ο παραπάνω αυθαίρετος ορισμός.
Και να προσπαθήσω να επαναδιατυπώσω έναν καλύτερο δε θα το καταφέρω. Γιατί όλοι θα ξεκινάνε με τις εξής τέσσερις λέξεις: αυτονόητο για μένα είναι… «Για μένα» κι όχι «για σένα». «Για μένα», όχι «για μας». Η έννοια του αυτονόητου, λοιπόν, είναι έννοια καθαρά υποκειμενική.
Ας αποκλείσουμε απ’ την έννοια του «αυτονόητου» γενικές αλήθειες, οι οποίες είναι πλέον κοινά αποδεκτές, ακόμα κι αν δεν μπορούν να είναι κατανοητές απ’ το ευρύ σύνολο με τη λογική και μόνο. «Η Γη γυρίζει», είναι πλέον γεγονός. Δεν είναι όμως κι αυτονόητο παράλληλα. Κι αυτό γιατί αν ήταν ο Γαλιλαίος δε θα είχε τιμωρηθεί για την άποψή του πριν την επίσημη απόδειξή της.
Άρα για να μη συγχέουμε το «αυτονόητο» με το «αυταπόδεικτο», θα αναφερθούμε σε έννοιες, οι οποίες ποτέ δε θα αποτελέσουν γενικές αλήθειες, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να μπορέσουν να τεκμηριώσουν την εγκυρότητά τους.
Η αντίληψη περί «αυτονόητου» επηρεάζεται σημαντικά απ’ το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, την ηλικία του ατόμου, τις προηγούμενες εμπειρίες και τη συναισθηματική νοημοσύνη του. Είναι σαν ένας άγραφος ηθικός νόμος που επικρατεί μέσα στο κεφάλι του και τον οποίο υποσυνείδητα ακολουθεί κατά γράμμα. Είναι η ευρύτερη στάση που υιοθετεί απέναντι σε γεγονότα και καταστάσεις, όχι γιατί εξαναγκάστηκε από κάποιον άλλο να το κάνει, αλλά γιατί του το επιβάλει το εσωτερικό του «εγώ».
Αυτονόητο θεωρείς ότι πριν κοιμηθεί ο σύντροφός σου οφείλει να σου στείλει «καληνύχτα». Αυτονόητο κι ότι οι φίλοι σου πρέπει να επικοινωνούν μαζί σου τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα προκειμένου να δείξουν ότι νοιάζονται. Κι ακόμα χειρότερα, αυτονόητο ότι όλοι θα εκτιμήσουν αυτά που τους προσφέρεις και θα είναι διατεθειμένοι να σου δώσουν, αν όχι περισσότερα από όσα του δίνεις, τουλάχιστον τα ίδια, να μη σε ρίξουν, να μη σε απογοητεύσουν.
Παραλείπεις να αναφέρεις όλα αυτά που εσύ θεωρείς δεδομένα, αλλά στον κόσμου του άλλου φαίνονται ξένα κι άγνωστα. Παραλείπεις να ανοίξεις το δικό σου «αυτονόητο» κόσμο στους γονείς σου, στους φίλους σου, στο σύντροφό σου, ώστε να γίνει πια «ευνόητος» από αυτούς. Κι ενώ το παραλείπεις, περιμένεις κι απογοητεύεσαι. Γιατί θεωρείς ότι κανένας ποτέ δεν πρόκειται να σε καταλάβει. Έχεις, όμως, σκεφτεί ποτέ να μοιραστείτε με κάποιον τους δικούς σας «αυτονόητους» κόσμους;
Μήπως, τελικά, αν ο άλλος ήξερε τα δικά σου «αυτονόητα», τα κατανοούσε, τα αποδεχόταν και τα ενστερνιζόταν; Και μήπως τότε η έννοια έχανε λίγο την υποκειμενικότητά της και γινόταν καθ’ όλα πιο αντικειμενική; Ο «άλλος» θα είχε πλέον τη δυνατότητα να καλύψει τις δικές σου «αυτονόητες» επιθυμίες, ακόμα κι αν δεν κατάφερε να τις προβλέψει εξ αρχής, να σε ψυχολογήσει και να τις πραγματοποιήσει πριν τις μοιραστείς μαζί του. Εκτός κι αν πάλι θέλουμε να κρατήσει ο καθένας το δικό του κόσμο κλειδωμένο και το έτερό του ήμισυ, ο καλύτερος φίλος του, η αδερφή ψυχή του να είναι αυτή με παρόμοιο τουλάχιστον αυτονόητο κόσμο.
Μήπως είναι, όντως, ανόητο να θεωρείς πως αυτονόητο είναι το δικό σου ευνόητο; Αυτό, τουλάχιστον, έγινε κατανοητό;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη