Τη βδομάδα που μας πέρασε, κατάφερα με τα χίλια ζόρια να πάω κι εγώ σαν άνθρωπος για ένα μπανάκι. Ξέκλεψα λίγο χρόνο λοιπόν και μπόρεσα να αράξω ανάσκελα μπροστά στη θάλασσα, να κοιτάω το απέραντο γαλάζιο τ’ ουρανού και να ταξιδεύω στις σκέψεις μου, ενώ με ηρεμούσε ο ανεπαίσθητος παφλασμός των φιλικών –ευτυχώς γιατί δεν ήμουνα για πολλά-πολλά– κυμάτων.
Δίπλα μου ήταν ένα ζευγάρι στην ηλικία μου, άντε το πολύ να είχαν μετρήσει τριάντα καλοκαίρια ο καθένας. Τους παρατηρούσα νωχελικά με το ένα μάτι κλειστό για να προστατευτώ απ’ την αντηλιά. Βουτούσαν στη θάλασσα, έπαιζαν μέσα στο νερό, μετά έβγαιναν έξω και λιάζονταν αγκαλιά. Μετά πάλι κολύμπι.
Στο ενδιάμεσο έβγαζε η κοπέλα απ’ την τσάντα της χίλια δυο φαγώσιμα και τα μοιραζόταν με τον καλό της. Κουλουράκια που σύμφωνα με τα λεγόμενά της είχε φτιάξει με τα χεράκια της, ντολμαδάκια, κριτσίνια (αυτά ήταν από φούρνο), ροδάκινα και φέτες καρπούζι για να δροσιστούν. Το αγόρι της για να ανταποδώσει, έκανε μια-δυο βουτιές κι έβγαλε μια χούφτα αχιβάδες που έφαγαν αφού έστυψαν πάνω τους λεμόνι· είχαν έρθει προετοιμασμένοι.
Τότε κατάλαβα πως ό,τι μα ό,τι κι αν συμβεί, ανεξαρτήτως δύσκολων συγκυριών, η Ελλάδα δεν αλλάζει. Κατά βάθος αυτό είναι η Ελλάδα: το τοπίο και οι άνθρωποι.
Το μεν τοπίο ποικιλόμορφο πάντα· η ηπειρωτική Ελλάδα με βουνά, φαράγγια, αγριάδα αλλά και πράσινο. Η νησιωτική και παράκτια Ελλάδα προσφέρει τη μαγεία της θάλασσας, η οποία σε συνδυασμό με τον ήλιο χαρίζει σε όποιον έχει τη δυνατότητα να τα χαρεί –ντόπιο ή επισκέπτη– μοναδικές στιγμές χαλάρωσης, ηλιοθεραπείας, ακόμη και περιπέτειας, εξερευνώντας σπηλιές, τον πανέμορφο βυθό ή και περιοχές (π.χ. παραλίες) στις οποίες δεν έχει πατήσει ακόμη το πόδι του ο άνθρωπος.
Οι δε άνθρωποι κι αυτοί ποικίλου χαρακτήρα, συμβαδίζοντας και σε πλήρη αρμονία με το τοπίο. Άλλοι φιλικοί, φιλόξενοι, ανοιχτοχέρηδες, καλόκαρδοι κι άλλοι πιο επιφυλακτικοί, πονηροί, βλοσυροί ή και άγριοι. Ανάλογα με το πού έχει μεγαλώσει ο καθένας και τι ερεθίσματα είχε κατά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, αποκτά και αντίστοιχες αρετές ή ιδιαιτερότητες.
Κατά κανόνα θεωρώ τον εαυτό μου μεγάλο ανθέλληνα. Όταν με απορροφά η ψυχοφθόρα καθημερινότητα, πιάνω τον εαυτό μου να βλαστημάει άγρια την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκα σ’ αυτή τη χώρα. Την Ελλάδα τη γεμάτη ανούσια γραφειοκρατία, αδιαφορία από το διπλανό, βρωμιά κι ασχήμια, μικροψυχία και τσακωμούς. Αλλά κάθε φορά που πετυχαίνω ανθρώπους σε τέτοιες τρυφερές στιγμές όπως αυτό εδώ το ζευγάρι στην παραλία, κάθε φορά που απολαμβάνω τον ήλιο, τη θάλασσα, μια καλή κουβέντα με φίλους, γνωστούς ή και αγνώστους μαζί με ένα ποτήρι κρασί, αλλάζω γνώμη.
Δε βαριέσαι, η άθλια εικόνα των ελληνικών μεγαλουπόλεων είναι απόρροια του αγχωτικού, απρόσωπου τρόπου ζωής. Δεν αντικατοπτρίζει τον πραγματικό εαυτό του καθενός. Ο πραγματικός Έλληνας είναι αυτός που βλέπεις στην παραλία, στην ταβέρνα, πίσω από τον πάγκο στο μαγαζί του χωριού με τα μπαχαρικά. Ο γλεντζές, ο κουβαρντάς, ο πάντα χαμογελαστός. Αυτός που καλομιλάει στα παιδιά της γειτονιάς και τους προσφέρει ό,τι έχει σε περίσσεια για να τα ευχαριστήσει. Αυτός που κερνάει τον πελάτη απ’ το σπιτικό του κρασί και δεν κοιτάει πώς θα βγάλει κι από τη μύγα ξύγκι.
Κι αυτός ο Έλληνας ξέρει να ζήσει. Σέβεται τόσο το διπλανό του όσο και το περιβάλλον του. Προσπαθεί να τα έχει καλά με όλους, όχι λόγω συμφερόντων αλλά γιατί τους νιώθει όλους αδέρφια του και θέλει να τους κάνει καλό. Στέκεται δίπλα στο γείτονα τόσο στις χαρές όσο και στις λύπες γιατί ξέρει πως κι ο γείτονας θα έκανε το ίδιο, παραμερίζοντας τα δικά του προβλήματα και σκοτούρες.
Κι αν έρθουν δύσκολοι καιροί, αυτός ο Έλληνας δε χάνει την ελπίδα του, ούτε το κέφι του, ούτε το μεράκι. Μόνο συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλά, πάντα χαμογελαστός, πάντα υπερήφανος αλλά και καταδεκτικός.
Κι αν νιώσει πως αυτή η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο κλονίζεται, αρκεί μόνο να τα παρατήσει όλα και να τρέξει στην κοντινότερη παραλία. Να πετάξει τα ρούχα της δουλειάς και να ξαπλώσει ανάσκελα. Να κοιτάξει τον ήλιο με μισόκλειστα μάτια και να θαυμάσει το πόσο γαλάζιος είναι ο ουρανός ακούγοντας το κύμα να σκάει μπροστά του. Αυτό μόνο αρκεί για να φορτίσει τις μπαταρίες του, να ξαναβρεί το κουράγιο να επιστρέψει στη δουλειά του, να θυμηθεί πόσο υπέροχη είναι η πατρίδα του.