Είναι πλέον γνωστό ότι η τεχνολογία έχει κατακλύσει τη ζωή μας. Όλοι χρησιμοποιούμε το γραπτό λόγο για να επικοινωνήσουμε με όποιον θέλουμε. Η εξέλιξή της είναι ραγδαία, μπορούμε να δούμε πότε ο άλλος είναι μέσα στην εφαρμογή, πριν πόση ώρα ήταν ενεργός, να στείλουμε μήνυμα και να ξέρουμε αν το έχει διαβάσει -ακόμα και αν δεν έχει απαντήσει. Αχ, για το τελευταίο, θα έπρεπε να υπάρχει τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης.

Όλοι έχουμε ζήσει εκείνη τη στιγμή που έχεις στείλει μήνυμα στο πρόσωπο, είσαι στην τσίτα, και περιμένεις απάντηση.. Το μυαλό σου, περιμένει να του δώσεις εικόνα και ήχο, καίγεσαι, αλλά δεν μπορείς να κάνεις κάτι ακόμα και έτσι περιμένεις. Περιμένεις να νιώσεις τη χαρά ή έστω μία αντίδραση. Οι τρεις τελίτσες εμφανίζονται και παίζουν με το μυαλό σου και την ψυχολογία σου. Η καρδιά χτυπάει σε γρήγορους ρυθμούς, ενώ το μυαλό έχει δημιουργήσει σενάρια και έχει ζυγίσει την επόμενη δικιά σου απάντηση. Αλλά το μήνυμα απλώς «διαβάστηκε».

Ό,τι μήνυμα και να έχεις στείλει, από ένα «γεια» μέχρι ένα «σ’αγαπώ», η σιωπή σε βασανίζει. Μπαίνεις, κάθε πέντε λεπτά για να επιβεβαιώσεις ότι τα μάτια σου δε σε ξεγελάνε και ότι όντως διαβάστηκε. Ξυπνάς μέσα στη νύχτα, γιατί νομίζεις ότι άκουσες εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο. Και φυσικά, επειδή στην αρχή δικαιολογείς το αναπάντητο μήνυμα με χίλιους δύο τρόπους.

Οι ώρες πέρασαν, οι μέρες πέρασαν και απάντηση καμία. Τα πράγματα άλλαξαν, το «διαβάστηκε» παρέμεινε εκεί, η χαρά της αρχικής ελπίδας που σου έδωσε τώρα σε ενοχλεί. Και είναι άσχημο, να βλέπεις ένα σκέτο «διαβάστηκε». Ένα «δε γουστάρω, παράτα με» θα ήταν πιο ξεκάθαρο και θα πονούσε λιγότερο. Είναι άσχημο να συνειδητοποιείς ότι απάντηση δεν πρόκειται να πάρεις, ενώ την ίδια ώρα βρίζεις τον εαυτό σου που έστειλε το αναθεματισμένο μήνυμα. Τι σημαίνει όμως για σένα το ότι δεν απάντησε;

Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που βλέπουν ξεκάθαρα τη μη διαθεσιμότητα του άλλου, γλιτώνουν από τα περιττά σενάρια και ανούσιες υποθέσεις και περνάνε στην επόμενη πίστα. Και εκείνοι που εξακολουθούν να ελπίζουν σε ανταπόδοση ακόμα και μετά το «διαβάστηκε και δεν απαντήθηκε. Μα, χρυσό μου παιδί, ναι εσύ που ανήκεις στην δεύτερη κατηγορία, οι δικαιολογίες τελείωσαν. Όσο και να θίγεται ο εγωισμούλης σου, το γράψιμο είναι ο σύγχρονος τρόπος απόρριψης, απλό και εύκολο, απαλλάσσοντας το πρόσωπο από κάθε υποχρέωση να εξηγήσει γιατί, πώς και πότε. Ίσως ο πιο άσχημος τρόπος απόρριψης. Γιατί κρύβει το άγνωστο. Έτσι στρογγυλοκάθεται στο μυαλό σου, αυτό το ρημάδι το «αν». Μέχρι να βγεις από το ροζ όμορφο συννεφάκι σου και να δεις πως το να μην παίρνεις απάντηση είναι από μόνο του απάντηση. Γιατί αδιαμφισβήτητα είναι ο πιο ωμός τρόπος να σου πει ο άλλος ότι δεν είναι διαθέσιμος χωρίς να χρειάζεται καν να χρησιμοποιήσει λέξεις.

Και κάπου σε αυτό το σημείο, οι δικαιολογίες στερεύουν. Όχι δεν εξαφανίστηκε το μήνυμα δια μαγείας, όχι δεν έφταιγες εσύ, βασικά και να έφταιγες άξιζες μια γαμημένη απάντηση. Όχι, ο άνθρωπός σου, δε σ’αφήσει στο «διαβάστηκε». Δε θα σ’ αφήσει ποτέ να απορείς, δε θα σε αφήσει να βασανίζεσαι κοιτώντας ένα αναπάντητο μήνυμα. Αναπάντητο. Σε αγνοεί και επιδεικτικά, μάλιστα. Ποιος/ποια μπορεί να σε αγνοεί και γιατί σε αγνοεί; Ασχολείται με πιο σημαντικά πράγματα; Τι μπορεί να είναι πιο σημαντικό από σένα; Μια απάντηση κάθε ντόμπρος άνθρωπος την οφείλει στον άλλον. Κανένας άνθρωπος δεν αξίζει, να μείνει στο να τον γράφουν. Και στην τελική, αν δε θέλεις, φρόντισε να το κάνεις ξεκάθαρο.

Συντάκτης: Λεμονιά Κροπάλη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.