Ήταν ένα σκούρο, ψηλό ξύλινο κρεβάτι. Με μεγάλο κεφαλάρι που στο κέντρο είχε σκαλίτσα σχέδια. Κυκλοφορούν πολλά στο ίδιο στιλ, αλλά κανένα σαν αυτό, αυτό ήταν ξεχωριστό, ήταν δικό μας. Και εσύ ήσουν εκεί, ξάπλωνες πάνω του, βουλιάζοντας στο μαλακό στρώμα του, με το άσπρο σεντόνι να μη φτάνει να καλύψει όλο σου το κορμί. Αυτό το κρεβάτι το είχα αγαπήσει, περίεργο να δένομαι με τα πράγματά σου όσο με σένα. Οι στιγμές πάνω σε εκείνο το κρεβάτι περνούν μπροστά απ’ τα μάτια μου σαν βουβή ασπρόμαυρη ταινία, είναι πολλές και όμορφες.
Το δικό μας αγαπημένο μέρος ήταν αυτό. Όχι μόνο, επειδή κάναμε έρωτα εκεί, αλλά επειδή τρώγαμε και δε μας ένοιαζε αν θα λερώσουμε τα σεντόνια, όχι μόνο πρωινό όπως κάνουν συνήθως, αλλά και μεσημεριανό, απογευματινό, βραδινό. Οι χρήσεις του ήταν πολλαπλές. Όλα τα άλλα έπιπλα μέσα στο σπίτι, λίγο-πολύ άχρηστα. Θυμάσαι, ε;
Θυμάσαι, πάνω εκεί ακούγαμε μουσική από το παλιό ραδιόφωνο που μία έπαιζε, μία όχι. Όπως και να είχε εμείς χαμένοι στο δικό μας παραμύθι, συνεχίζαμε το τραγούδι, σηκωνόμασταν όρθιοι πάνω στο κρεβάτι και χορεύαμε. Ήταν η δική μας σκηνή που πάνω της γυριζόταν το δικό μας θεατρικό, ένα θεατρικό με πρωταγωνιστές εμάς τους δύο, σκηνοθέτη τον έρωτά μας και σεναριογράφο τις καρδιές μας.
Διάβαζα και έγραφα εκεί για τη σχολή, όσο εσύ έβλεπες αγώνα στην τηλεόραση με τη φωνή στο διαπασών. Κάπου εκεί ερχόταν ο μαξιλαροπόλεμος, συνέχιζε με γαργάλημα, και τελείωνε με αγκαλιές και φιλιά.Όλα τα κάναμε σε εκείνο το κρεβάτι, αν κάποιος τρίτος ήξερε τι περάσαμε και πώς ήταν η σχέση μας, σίγουρα θα ‘ξερε και την αδυναμία που του είχαμε. Σαν καλός πιστός φίλος, πάντα εκεί, να ακούει τα γέλια μας τα ξημερώματα, να συγκρατεί τα δάκρυά μας τα βράδια που μαλώναμε, να τρίζει όταν γινόμασταν ένα, χωρίς ποτέ να μας χαλάει τις στιγμές -είτε καλές είτε άσχημες.
Σε σκέφτομαι, και οι περισσότερες εικόνες έχουν κομπάρσο το ψηλό ξύλινο κρεβάτι, ένα έπιπλο ήταν, που πολλές φορές περνούσε αδιάφορο. Μεταξύ μας ας είμαστε ειλικρινείς όμως, δεν είναι ούτε κακό ούτε τρελό να δένεσαι συναισθηματικά με αντικείμενα. Και εμείς μωρό μου, δεθήκαμε πολύ με αυτό το κρεβάτι, αλλά και εμείς μεταξύ μας δεθήκαμε στο κρεβάτι, γίναμε ένα, ενώθηκαν ψυχές, μυαλά και σώματα.
Κάθε πρωί που άνοιγα τα μάτια μου, ήσουν ξαπλωμένος στη δεξιά πλευρά -ήταν η αγαπημένη σου-, μπρούμυτα με τα χέρια σου να αγκαλιάζουν το μαξιλάρι και τα πόδια σου κάπως παράξενα σταυρωμένα. Μούδιαζα ολόκληρη από το θέαμα, η ευτυχία διαπερνούσε το κορμί μου. Σηκωνόμουν, καθόμουν απέναντι στη δερμάτινη πολυθρόνα και σε χάζευα. Κάθε φορά σε ερωτευόμουν και πιο πολύ, και μαζί με σένα και το κρεβάτι που ήταν το τέλειο φόντο στο δικό σου κάδρο. Και το βράδυ όταν γυρνούσα σιγά-σιγά για να επιβεβαιώσω πως σε έχει πάρει ο ύπνος και ότι είσαι σκεπασμένος, το παρακαλούσα να μην κάνει κάποιο από τους παράξενους ήχους που συνήθιζε και δε με πρόδωσε ποτέ, σαν να συμμεριζόταν τις έγνοιες μου.
Δε νιώθω καθόλου ντροπή, πώς άλλοι έχουν τον δικό τους αγαπημένο παγκάκι ή τη δική τους αγαπημένη παραλία. Εμείς είχαμε το δικό μας αγαπημένο κρεβάτι. Όχι τόσο συνηθισμένο, αλλά με εμάς τίποτα δεν ήταν -έτσι; Να μην το πετάξεις ποτέ το κρεβάτι, να το προσέχεις, γιατί εκεί γεννήθηκαν και κοιμούνται τα δικά μας όνειρα.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.