Έχεις παρατηρήσει πώς βγαίνει ο ήλιος δειλά-δειλά το πρωί, λες και φοβάται το απρόβλεπτο σκοτάδι της νύχτας; Έτσι και εγώ μωρό μου, η μόνη μας διαφορά ήταν όμως πως εμένα με τρόμαζε το φως που έβγαινε από τα μάτια σου και η γαλήνη που δημιουργούσε το χαμόγελό σου.
Ήσουν αυτό που έψαχνα τόσο καιρό. Ο άγνωστος άνθρωπος που ερχόταν στα όνειρά μου και με έκανε άνω-κάτω. Δε σε είχα δει ποτέ, όμως σε ήξερα από τα όνειρά μου. Το ένιωθα ότι εσύ ήσουν. Πώς είναι δυνατόν να με τρομάζει η ευτυχία και ο έρωτας; Ήθελα να τρέξω και να σε αγκαλιάσω, χωρίς να ξέρω καν το όνομά σου. Μα τα πόδια μου είχαν παραλύσει, η φωνή μου έβγαινε με το ζόρι και το χαμόγελο δεν έλεγε να σβηστεί από τα χείλη μου. Άκουγα κάποιες μακρινές φωνές να με ρωτάνε τι έπαθα. Ήταν η παρέα μου, επανήλθα στην πραγματικότητα.
«Τίποτα», απάντησα. Τι να έλεγα; Δεν ήξερα ούτε εγώ τι μου συνέβη. Και μετά άρχισαν τα μάτια μου να σε αναζητούν, μέχρι που βρήκαν τη γλυκιά σου φιγούρα και χάθηκαν στο χάος της. Από πάνω μέχρι κάτω σε εξέτασα, δεν άφησα χιλιοστό του κορμιού σου και ας φορούσες ρούχα. Τα χείλη μου κολλημένα στα δικά σου, μήπως καταφέρω και διαβάσω κάποια λέξη. Απλές καθημερινές λέξεις, που υπό άλλες συνθήκες θα φαινόντουσαν βαρετές, μα εγώ πέθαινα να τις ακούσω από τούτο το στόμα. Γερό κόλλημα. Κόλλημα με έναν άγνωστο-γνωστό.
Έβλεπα την ποσότητα της ζάχαρης που υπήρχε μέσα στο ποτήρι, μήπως και μαντέψω πώς πίνεις τον καφέ σου. Ακούγεται γελοίο, αλλά από το τίποτα κάτι ήταν κι αυτό. Ξαφνικά ένα συναίσθημα κυρίευσε όλο μου το είναι, ήθελα να ξέρω τα πάντα για σένα, από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά μέχρι τα πιο κρυφά σου πάθη.
Όλα όμως τα κράτησα κρυμμένα καλά μέσα μου, να γνωρίζω μόνο εγώ. Με φόβιζε ο έρωτας. Δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά έτσι. Με φόβιζε η ευτυχία που θα ένιωθα μαζί σου, δεν την είχα συναντήσει ούτε μία φορά στη ζωή μου. Τότε κατάλαβα το νόημά τους. Και όλα αυτά είχαν αφετηρία το πρόσωπό σου. Πώς να μην τρομάξω;
Όταν με πλησίαζες, ένιωθα την καρδιά μου χτυπά σαν ξεκούρδιστη κιθάρα, αμέσως με έλουσε ένας κρύος ιδρώτας και νόμιζα πως αν ανοίξω το στόμα μου θα βγούνε χρωματιστές πεταλούδες. Ήθελα όμως να φύγω, απλώς να σηκωθώ και να φύγω. Είχα νιώσει και πιο πριν δήθεν αγάπη, δήθεν έρωτα και δήθεν ευτυχία, μέχρι που ήρθες και μου έδειξες το αληθινό τους πρόσωπο και μονομιάς όλο τα άλλα κατέρρευσαν. Υπήρχες μόνο εσύ και ό,τι άλλο πήγαινε πακέτο με σένα. Προσπαθούσα να βρω το παραμικρό να σπάσει τον καθρέφτη της τελειότητας, μπας και φύγει ο φόβος. Μα δεν έβρισκα τίποτα, ούτε ένα ψεγάδι. Ίσως και να υπήρχε απλώς να μην το έβλεπα εγώ, ίσως και να είχα τυφλωθεί από την λάμψη.
Ήσουν το όνειρο που γινόταν πραγματικότητα κι εγώ είχα πάψει πλέον να πιστεύω στα όνειρα, και είχα αρνηθεί την πραγματικότητα που ζούσα. Πρώτη φορά ένιωσα όμορφο φόβο. Και δεν έχω νιώσει τίποτα πιο ωραίο.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.