Και που σου στέρησαν τα όνειρα, έπρεπε εσύ να τα στερηθείς; Λες κι είναι τα όνειρα πράγματα χειροπιαστά κι εμπορεύσιμα και πιάστηκες τώρα κι εσύ από μια άσχημη φάση που είπε να περάσει αυτή η χώρα και βρήκες την ευκαιρία να αδρανοποιηθείς. Τι σου κοστίζει το όνειρο; Χαρτονομίσματα σκορπάς κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια ή μήπως σου είπαν ότι θα πρέπει να εκτίσεις ποινή φυλάκισης;
Δοκίμασες ποτέ το πρώτο πράγμα που θα κάνεις το πρωί αντί για να γκρινιάζεις που σαν υστερικό φωνάζει το ξυπνητήρι σου να αφήσεις το αναπαυτικό κρεβάτι σου, να του χαμογελάσεις; Έλα, έλα, σήκω κι είναι επτά η ώρα. Ίσα που προλαβαίνεις τις πρώτες ήρεμες στιγμές της μέρας.
Τεντώθηκες; Τεντώσου και με ένα πήδημα τρέξε να ανοίξεις την κουρτίνα σου να σε τυφλώσει λιγάκι το γλυκό φως της ημέρας. Μείνε εκεί για μια, δυο, τρεις, όσες θέλεις, στιγμές και πάψε να σκέφτεσαι πως σε δυο ώρες θα πρέπει να είσαι στη δουλειά. Τι σκέφτεσαι το μετά αφού έχεις το τώρα;
Σαν να μου φαίνεσαι ήδη καλύτερα. Πέτα ακόμη ένα χαμόγελο και κίνησε για την κουζίνα σου. Πιάσε την αγαπημένη σου κούπα, όχι άλλη, την αγαπημένη σου είπαμε, αυτή με τις όμορφες αναμνήσεις και πιες τον πιο γευστικό καφέ που ήπιες τους τελευταίους μήνες.
Βρε, περίμενε. Τι τον πίνεις στα όρθια και βιαστικά; Πήγαινε άραξε στην αγαπημένη σου γωνιά του καναπέ, άναψε κι ένα τσιγάρο κι άσε μέσα στον καπνό του να σχηματιστούν οι πιο όμορφες εικόνες. Κάπνισε το αργά, δίχως να βιάζεσαι. Θα ξεκλέψεις χρόνο απ’ το μαλλί. Κα επιμελώς ατημέλητο, εξαιρετικό θα είναι.
Κι ήρθε η ώρα για το τελευταίο κοίταγμα στον καθρέπτη. Χαμόγελο στον εαυτό σου, κομπλιμέντο κι άντε τώρα να τραβήξεις τον δρόμο σου δέκα λεπτά νωρίτερα. Πού ξέρεις; Ίσως, εκεί έξω, αυτή τη στιγμή, κάποιος να σε έχει ανάγκη.
Και να την η γιαγιάκα με τα βαριά τα ψώνια απ’ το super market. Τι στέκεσαι βρε; Δεν είναι σημάδι, απλή καθημερινότητα είναι. Και να που έτρεξες και της ζήτησες να τη βοηθήσεις. Διστακτική στην αρχή, δεν ήθελε να σε βγάλει απ’ τον δρόμο σου ή να σε καθυστερήσει στη δουλειά σου. Μα τι νοιάζεσαι; Έχεις ακόμη ώρα κι έπειτα και λίγο γρήγορο βάδισμα δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
Και φτάσατε σπίτι και δεν προλάβαινες να ακούς ευχές απ’ τη γιαγιά που η πλάτη της είχε κυρτώσει απ’ τα βάρη της ζωής. Μα αυτή η γιαγιάκα, που τόσα είχε αντιμετωπίσει δεν έπαψε να σε ευχαριστεί και να σου χαμογελάει καθ’ όλη της διάρκεια της διαδρομής.
Κι όταν πια την αποχαιρέτησες, ένα γλυκό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη σου.
Κι άθελά σου έπιασες τον εαυτό σου απροσδόκητα να χαζεύει με το κεφάλι ψηλά και να βλέπει μπαλκόνια όλο χρώμα απ’ τα λουλούδια που τα στόλιζαν και που εσύ δεν είχες ποτέ πριν παρατηρήσει. Κι όλα γύρω σου άρχισαν να μοιάζουν φωτεινότερα. Λες και αντίκριζες μετά από καιρό το φως της μέρας.
Και δεν ήταν που είχε κάτι αλλάξει γύρω σου, ήταν που εσύ άρχισες να τα βλέπεις διαφορετικά. Τα έντυσες με τα όνειρα που άρχισαν να ξεπηδούν απ’ το κεφάλι σου αναπάντεχα. Όνειρα καταπιεσμένα που μόλις βρήκαν λίγο πρόσφορο έδαφος ρίζωσαν κι έγιναν βάλσαμο για τις πληγές της ματωμένης σου ψυχής.
Και τι σου κόστισε τελικά το να αρχίσεις και πάλι να ονειρεύεσαι;
Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνας Χνάρη: Πωλίνα Πανέρη