Αλήθεια, τι πραγματικά αγαπάμε στους άλλους∙ αυτό που είναι ή αυτό που γινόμαστε εμείς κοντά τους; Αγαπάμε την εικόνα του εαυτού τους ή την εικόνα του εαυτού μας που αντικατοπτρίζεται μέσα απ’ τη δική τους; Αγαπάμε τα κοινά μας σημεία ή όσα διαφορετικά χαρακτηριστικά από εμάς κατέχουν; Αγαπάμε από ανάγκη, από φόβο, από δειλία ή αγαπάμε απλώς επειδή αγαπάμε;
Πώς μπορεί κανείς να ορίσει τι είναι η αγάπη; Αν είναι λόγια ή πράξεις, σκόρπιες στιγμές ή απρόοπτες σκέψεις; Έχει η αγάπη ορισμό να την χωρέσει, να την συμπιέσει, να την κάνει δική του;
Μα ας μη μακρηγορώ άλλο. Εξάλλου, κάθε άλλο παρά να αναλύσω τι είναι η αγάπη θα προσπαθήσω. Αν το επιχειρούσα, τότε μάλλον δε θα την είχα νιώσει. Κι ίσως και να μην την έχω ακόμη νιώσει, δεν ξέρω. Αλλά, ποιος ξέρει με σιγουριά;
Απόψε άλλο είναι αυτό που με καίει. Αυτό το «δε θα σ’ αγαπώ αν…» είναι που δυσκολεύομαι να κατανοήσω και νιώθω την ανάγκη να καταθέσω στο χαρτί ξορκίζοντάς το.
Αυτή η τόσο απειλητική φράση που τόσο συχνά ακούσαμε κατά τη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας και τόσο συχνά νιώθουμε κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μας. Βλέπεις, πού και πού συμβαίνει να δίνεται η αγάπη αναλόγως με το αν οι πράξεις, τα λόγια, η συμπεριφορά μας συνάδουν με τα πιστεύω αυτού που μας την προσφέρει.
Αν όχι, τότε, η πιθανή στέρησή της θα είναι η μεγαλύτερη τιμωρία μας. Θα στερηθούμε τη σοκολάτα μας, αν δεν κάνουμε αυτό που λέει η μαμά και τη βόλτα με το αυτοκίνητο, αν δεν ακούσουμε τις παραινέσεις του μπαμπά. Λες και ζητάει ανταλλάγματα η αγάπη.
Κατά τη δική μου ταπεινή άποψη και γνώμη, ή νιώθεις ή δε νιώθεις. Το να αγαπάς στους άλλους την εικόνα του εαυτού σου, δε χαρακτηρίζεται ως αγάπη. Το να απορρίπτεις ανθρώπους επειδή απεδείχθησαν διαφορετικοί από εσένα, δε λέγεται αγάπη. Δεν απορρίπτεις, δεν επικρίνεις επειδή αγαπάς, αλλά επειδή δειλιάζεις. Επειδή αγαπάς, αποδέχεσαι.
Απορρίπτουμε ό,τι βαθιά μέσα μας προκαλεί σκιρτήματα των επιθυμιών που θάψαμε. Αυτό απορρίπτουμε, αυτό μισούμε κι αυτό αντιπαθούμε. Διότι αυτό που με μανία καταδικάζουμε είναι πιθανότατα αυτό που θα επιθυμούσαμε να γίνουμε, αλλά από φόβο προτιμήσαμε να μην εκφράσουμε. Μην τυχόν και προκαλέσουμε τους γύρω μας, μην τυχόν και δε μας θέλουν πια οι γονείς μας, μην τυχόν και μας αφήσει ο ερωτάς μας.
Υπό το φόβο της απόρριψης, μαζέψαμε φτερά και κουρνιάσαμε στην πιο ασφαλή γωνίτσα. Μην τυχόν και δε νιώσουμε στον ουρανίσκο μας τη γλύκα αυτής της αναθεματισμένης σοκολάτας, τη γεύση εκείνου του έρωτα. Και πάψαμε να μιλάμε, να ονειρευόμαστε και γίναμε ό,τι θέλησαν να γίνουμε. Κι ήταν όλοι ευτυχισμένοι μέσα σε ένα τσαλακωμένο και πεταμένο αδέξια στα σκουπίδια περιτύλιγμα.
Μα κάποιοι αρνηθήκαμε κατηγορηματικά να δεχτούμε τα δίχτυα μιας τέτοιας αγάπης. Μας απορρίπτουν κι όσο περισσότερο βιώνουμε την απόρριψη τόσο βρίσκουμε τη δύναμη να ανακαλύψουμε και να αποκαλύψουμε αυτό που είμαστε. Βλέπεις, όταν δεν έχεις σε τίποτα να ελπίζεις δε φοβάσαι ότι θα χάσεις κάτι.
Τέτοια αγάπη είναι για τους ζητιάνους κι εμάς πιάστηκε το χέρι μας να το απλώνουμε. Δεν επιθυμούμε αγάπη υπό όρους. Δεν είναι αγάπη αυτό, μια μορφή αναγκαστικής αποδοχής είναι. Διότι τον άνθρωπο που θα σε αγαπήσει θα τον νιώσεις τη στιγμή που θα λατρέψει τα ελαττώματά σου και θα εκθειάσει τα προτερήματά σου. Θα γελάσει συγκαταβατικά με τα λάθη σου και θα σε βοηθήσει να σου γίνουν μάθημα.
Θα σε αποδεχτεί, θα σε αγαπήσει και θα σου επιτρέψει να είσαι εσύ. Κι αυτό τον άνθρωπο ίσως να μην τον συναντήσεις ποτέ στα πιο δικά σου πρόσωπα. Στα πρόσωπα αυτά που εσύ με τόση μανία λάτρεψες κι αυτά με άλλη τόση σου ζήτησαν να αλλάξεις για να γίνεις αρεστός.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη