Μπαλόνι ο έρωτας κι εμείς ο αέρας που άλλοτε ψηλά στον ουρανό το ανεβάζει κι άλλοτε εγκαταλείποντάς το, το αφήνει να κυλάει, ζαρωμένο, στη γη. Κάποιες φορές προσθέτουμε ενώ κάποιες άλλες, αφαιρούμε. Ανάλογα με το πόσο νιώθουμε ότι μπορεί να αντέξει. Εκείνο αυξάνεται είτε μειώνεται, παίρνοντας μορφές κι αλλάζοντας σχήματα ποικίλα.

Ευλύγιστο που είναι το άτιμο! Σαν μόλις να πήρε το σχήμα γλυκού χαμόγελου ενώ μόλις εχθές είχε σχηματίσει ένα πονεμένο δάκρυ. Κι όσο το βλέπουμε κι αντέχει, εμείς φυσάμε. Κι έπειτα, κάποια ασήμαντη, άξαφνη κι αταίριαστη στιγμή, εκεί σε μια ανάσα που δε μετρήσαμε, μιας και ποτέ πριν δεν έμοιαζε να έχει σημασία, το μπαλόνι έσκασε. Διάγνωση: παραφούσκωμα φθαρμένου μπαλονιού.

«Φθαρμένου; Μα, πώς μπορεί κάτι τέτοιο να συνέβη;», αναρωτιόμαστε. Σκεφτόμαστε πως έμοιαζε αλώβητο, άφθαρτο, γερό. Κι όμως, ακόμη και το σίδερο με τη φωτιά λυγίζει κι η στεριά καταπίνεται απ’ τη θάλασσα κι ο ουρανός σκίζεται στα δυο. Ουδέν άφθαρτο!

Έτσι, κι ο έρωτας, εσύ κι ό,τι κάποτε μπορεί να υπήρξαμε. Γιατί υπήρξαμε κι ας μαζεύουμε τώρα από χάμω κομμάτια πλαστικά που να ενωθούν ξανά μοιάζει πια αδύνατο. Σπάσαμε κι εμείς μέσα στη σχέση μας, αν έτσι μπορώ να ονομάσω αυτό που είχαμε.

Και δεν ήταν που δεν ερωτευτήκαμε με τρέλα ή ότι δεν αγαπήσαμε με πάθος. Απλά το μπαλόνι μας δεν το προσέξαμε. Βλέπεις, όταν χρειάστηκε δεν αφαιρέσαμε αέρα. Σαν μανιακά τα πνευμόνια και των δύο μονάχα έδιναν, καθώς βρίσκονταν σε κόντρα και σε ρήξη για το ποιο θα φανεί δυνατότερο του άλλου.

Μα δυνατός δε φάνηκε κανείς. Λυγίσαμε υπό την πίεση του εγωισμού μας κι αντί να πληγώσει ο ένας τον άλλον, πλήγωσε ο καθένας τον δικό του εαυτό. Τόσο πολύ ερωτευτήκαμε που αντί να διώξουμε, φεύγαμε. Βλέπεις, η φυγή ήταν η ευκολότερη λύση, διότι τα συναισθήματα και των δυο μας ήταν αρκετά έντονα για να μπορέσουμε να τα κλείσουμε σε κουτάκια και να τα ντύσουμε με λέξεις.

Πώς να εκφράσεις όλα όσα ακόμη και στη σκέψη σε τρομάζουν; Αρνείσαι να δεχτείς πώς μπορεί ένας άνθρωπος να είναι τόσο σημαντικός, αφού πριν κανένας δεν είχε καταφέρει να έχει αυτό το προτέρημα. Σημαντικός∙ λέξη σπουδαία, μα δυστυχώς λίγοι μπορούν να αντιληφθούν την αξία της.

Αυτό ήμασταν ο ένας για τον άλλο κι ας μην το είχαμε πάρει χαμπάρι. Βλέπεις, μέχρι που πάψαμε, μιλούσαμε για τα πάντα ενώ είχαμε καταφέρει να κατέχουμε μια θέση σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας ο ένας του άλλου. Μέχρι που αποξενωθήκαμε και καταντήσαμε να μιλάμε με μισόλογα, σκέψεις κρυφές και πράξεις σπασμωδικές, που το μόνο που αποσκοπούσαν ήταν να ανοίξουν πληγές.

Και να μη γνώριζε ο ένας τις πληγές του άλλου, πάει στο διάολο. Μα, εμείς βαλθήκαμε να βαράμε πάνω σε πληγές που ήδη γνωρίζαμε ότι ο άλλος κατείχε. Πόσο κενοί, άδειοι και κυνικοί καταντήσαμε…

Δε θελήσαμε να μάθουμε με τι χρώματα ζωγραφίζεται το «σε χρειάζομαι» και πώς το «σ’ αγαπώ» σχηματίζεται. Μάλλον, φταίει που εμείς με τα εικαστικά δεν το είχαμε ποτέ κι από γεωμετρία, άσχετοι. Είχαμε το δικό μας μοναδικό τρόπο να τα εκφράζουμε, αλλά κανένας απ’ τους δυο μας δεν μπόρεσε να διαβάσει τα λόγια πίσω απ’ τις πράξεις. Κανένας μας δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει τα μάτια, αυτά που τόσα κρύβουν κι άλλα τόσα άθελά τους μαρτυρούν.

Κι όσο γουστάραμε, τόσο μας καταστρέφαμε, αφού η μανία του εγωισμού μας αντέστρεφε το καθετί στην αρνητική του οπτική κι όλα τα ρόδινα τα βλέπαμε μαύρα και κάθε όμορφη πράξη κατέληγε να είναι απλά η αιτία του επόμενου καβγά μας, ώσπου σπάσαμε.

Κι εν τέλει, βρεθήκαμε αστέρια του ίδιου ουρανού να λάμπουμε το ένα αντίκρυ απ’ το άλλο.  Μια τρεμοσβήνουμε ο ένας στη θέα του άλλου, μια λάμπουμε πιο δυνατά απ’ όσο λάμπει η ίδια η ζωή και μια παρακαλάμε να σβήσουμε, να γίνουμε στάχτη, να πάψουμε να υπάρχουμε αφού ο ένας δεν έχει πια το άγγιγμα του άλλου.

Μισή ζωή μας έμεινε κι οι δυο χώρια θλιμμένοι θυμόμαστε κι αναπολούμε εκείνο το μπαλόνι με τα περίσσια χρώματα πώς έκοβε κύκλους στον ουρανό μας. Μα επιθυμήσαμε να αγγίξουμε τον ουρανό κι όταν τον κατοικήσαμε, συνειδητοποιήσαμε πόσο όμορφη φαντάζει η γη μας από ψηλά.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Χνάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη