Θυμάσαι τα όνειρα που έκανες μικρός; Τότε που ίσα που φαινόσουν απ’ τη γη μα που νόμιζες πως αν σήκωνες το χέρι σου ψηλά, θα άγγιζες τον ουρανό; Θυμάσαι τότε που ονειρευόσουν να πετάξεις; Ήθελες, λέει, να είχες φτερά στην πλάτη σου σαν αυτά τα μικροσκοπικά σπουργιτάκια που χτυπούσαν ρυθμικά το παράθυρό σου το χειμώνα. Ήθελες, λέει, να δεις τη γη από ψηλά, κι ακόμη, κι όταν έβρεχε, χιόνιζε, φυσούσε, εσύ τα φτερά σου δε θα τα έκλεινες.
Το βλέπεις ποτέ στα όνειρά σου εκείνο το παιδί; Το θυμάσαι έστω και λίγο; Κοίτα, περνάει μπροστά σου τώρα μόλις σαν εικόνα. Ανέμελο να παίζει στο βρεγμένο χώμα. Μόλις σταμάτησε η βροχή κι εκείνο θέλησε να χτίσει ένα κάστρο. Και τα κατάφερε, το έχτισε! Και τώρα δα θαρρεί πως είναι ένας πρίγκιπας που κατοικεί στο κάστρο τούτο.
Κοίτα πώς τρέχει ξέγνοιαστο δίχως να νοιάζεται για τη μητέρα του που μέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του επισημαίνει πως θα κρυολογήσει. Μα, τι το νοιάζει; Αυτό έχει ήδη δει χιλιάδες σχέδια να σχηματίζονται απ’ τα σύννεφα στον ουρανό. Φαντάζεται πώς θα ήταν να περπατάει επάνω και πόσο άνετα θα ήταν για κρεβάτι του.
Κι άρχισε, κιόλας, να ψιχαλίζει πάλι. Αργά-αργά, χαρούμενες, πολύχρωμες σταγόνες πέφτουν επάνω στα κιτρινισμένα φύλλα αφήνοντάς τους επάνω χάδια νοσταλγικά πριν να γλιστρήσουν και πέφτοντας κάτω να γίνουν ένα με τη γη.
Κι εκείνο το παιδί σηκώνει τα χέρια, ανοίγει τις παλάμες και γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω ανοίγει το στόμα να γευτεί τις ψιχάλες.
Έχει άρωμα η βροχή, έχει υφή, έχει γεύση. Το νιώθει παντού στο μικροσκοπικό κορμάκι του. Στο βρεγμένο του προσωπάκι του και στις μικρές παλάμες του που έχουν γεμίσει με σταγόνες. Κλείνει τα μάτια δυνατά, όσο το δυνατόν σφιχτότερα κι ονειρεύεται.
Ώσπου, άνοιξες τα μάτια μια μέρα ξαφνικά κι ήσουν μεγάλος. Φτερά δε φύτρωσαν στη πλάτη σου και κάθε σύννεφο στον ουρανό σου φάνταζε ενοχλητικό. Έμαθες, όταν βρέχει, να κρατάς ομπρέλα και το αδιάβροχό σου έγινε για σένα ο μόνιμος σύντροφός σου. Κόλλησε στο σώμα σου επάνω και κάθε φορά που ο δυνατός άνεμος σου πετούσε με μανία τη βροχή, εσύ όλο και πιο πολύ μαζευόσουν κι έβαζες τα χέρια σου μπροστά στο πρόσωπό σου για να προστατευτείς.
Ξέχασες. Ξέχασες τότε που ονειρευόσουν και τώρα πια, αν θα σε ρωτήσω, τι χρώματα έχει ο ουρανός έπειτα από σκέψη θα μου απαντήσεις. Δε θα θυμάσαι, γιατί έπαψες να τον κοιτάζεις. Κι ίσως, αυτά που θα μου πεις λάθος να είναι. Μάλλον, θα φταίει που κάθε φορά που βρέχει εσύ τον κοιτάζεις μέσα από παράθυρα μονάχα. Κι αν είσαι έξω, ποτέ δεν τον παρατηρείς.
Έμαθες, βλέπεις, να βαδίζεις με το κεφάλι σου σκυφτό. Κι έτσι μεγάλωσες κι έγινες ενήλικας. Ενήλικας και σκυθρωπός. Σιχαίνεσαι τη βροχή, μα για τα σύννεφα αδιαφορείς. Είναι που απέκτησε το βλέμμα σου το χρώμα τους κι έγινες ένα μ’ αυτά.
Κι ενώ τα σύννεφα ξεσπούν και καταβρέχουν τον κόσμο όλο με την οργή τους, εσύ δεν έμαθες ακόμη να μιλάς. Εσύ σωπαίνεις. Εσύ υπομένεις. Εσύ δεν ξέρεις πια ποιος είσαι. Υπάρχεις, μα ζεις; Θυμάσαι τότε, μικρό παιδί, που ονειρευόσουν; Τότε που κάθε σου ανάσα μετρούσε σαν ζωή; Θυμάσαι τότε που έλεγες θα γίνω κάποιος άλλος;
Να σε ρωτήσω, όμως, και κάτι άλλο θέλω: κοιτάζεις ποτέ, καμιά φορά, έτσι τυχαία, μέσα στον καθρέφτη; Βλέπεις το φάντασμα που από μικρός φοβόσουν και κρυβόσουν κάτω απ’ τα σκεπάσματα για να μη σε βρει, πώς αντικατοπτρίζεται τώρα μες στο καθρέφτη σου; Τι βλέπεις, μικρέ μου άνθρωπε; Αυτό που είσαι, αυτό που κάποτε ονειρεύτηκες πως θα γίνεις ή αυτό που ευχήθηκες να μη γινόσουν ποτέ;
Επιμέλεια κειμένου Κωνσταντίνας Χνάρη: Νάννου Αναστασία.