Η έντονη καθημερινότητα και τρόπος ζωής δίνει στον άνθρωπο ερεθίσματα τα οποία εφαρμόζει, στην εργασία του, στην ερωτική του ζωή, στον τρόπο που κινείται, μιλάει, ντύνεται κι αναπνέει. Μέσα μας σαν να κρύβεται μια ένταση που διαρκώς γιγαντώνεται και η ανάγκη αποσυμφόρησης από ό,τι φαίνεται να μας βαραίνει και να μας πιέζει γίνεται όλο και πιο σημαντική.
Το κίνημα Bauhaus, για την ιστορία, είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να εκτιμάει και να θέλει την απλότητα. Less is more, όπως λέμε κι εδώ μιλάμε για την επιτομή του μινιμαλισμού με έντονες γωνίες και μοτίβα. Δημιουργήθηκε στη Γερμανία κατά την περίοδο 1919 με 1933 από τον Βάλτερ Γκρόπιους. Βασίζεται σε τρία πράγματα: (α) απλότητα, (β) χρηστικότητα, (γ) λειτουργικότητα. Οι αναφορές του συναντούν ένα μεγάλο φάσμα καλλιτεχνικής δραστηριότητας, από τον σχεδιαστή μόδας στον φωτογράφο μέχρι τον αρχιτέκτονα.
Βλέποντας το χάος της καθημερινότητας και της ζωής μας γενικότερα έχεις ανάγκη ο χώρος σου, αρχικά, να σου δίνει ένα αίσθημα ηρεμίας, τα ρούχα σου να είναι απλά, μονόχρωμα ή ίσως να αποτελούνται από κάποιες έντονες αντιθέσεις του μαύρου με το κόκκινο, πάντα όμως σε μονοχρωματικές παλέτες. Απλές γραμμές, γεωμετρικές, μεγάλες επιφάνειες, καθαρές εικόνες. Η ανάγκη εφαρμογής αυτού του κινήματος μας δείχνει το μεγάλο ταξίδι του από την πρώτη στιγμή δημιουργίας του, μέχρι την εξάπλωσή του σε όλο τον κόσμο. Η μόδα και η τεχνολογία επέκτειναν τη λειτουργικότητα του και το προσάρμοσαν από μια μορφή τέχνης στην κοινωνική πραγματικότητα. Από το μυαλό στο χαρτί κι από τη φαντασία στην πράξη, που λέμε.
Όσο περνάνε τα χρόνια, ο άνθρωπος μαζί με την κοινωνία αλλάζουν. Οι δυνάμεις αυτές, συνδεδεμένες μεταξύ τους, αναζητούν τη χρηστικότητα και την ηρεμία. Το στιλ του Bauhaus, δίνει την αίσθηση από ένα βιομηχανικό τοπίο με έντονες γωνίες, επαναλαμβανόμενα μοτίβα κι όλα αυτά να δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο. Οι ανθρώπινες φιγούρες που περπατούν ντυμένες με μονοχρωμία συνθέτουν το κάδρο της Bauhaus τέχνης, βγαλμένο μέσα από την ίδια τη ζωή. Δεν είναι σκηνή από ταινία επιστημονικής φαντασίας, αλλά ένα κομμάτι καθημερινότητας που προσεγγίζει μια αισθητική που όλο και περισσότεροι ακολουθούν. Κι ίσως στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο να έχουμε μια λογική πλουμιστή και πολύχρωμη, με καμπύλες και πολλά μοτίβα, όμως σε σημεία μια πιο μίνιμαλ και συγκεκριμένη αισθητική να αφήνει το μυαλό, κατά περιπτώσεις, να ξεκουραστεί από την τόση βαβούρα.
Δεν ήταν μόνο η ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από τα έντονα χρώματα της δεκαετίας του 90 αλλά και η στροφή στο απλό που έκανε την αρχιτεκτονική αυτή να έχει να πει πολλά που ίσως να μην είχαμε συνηθίσει. Εν τέλει, μιλάμε για ένα κράμα ψυχολογίας και τέχνης που έχει βάση τον άνθρωπο καθώς γεννήθηκε από την ανάγκη του την ίδια να απλοποιήσει τη ζωή και τη σκέψη του.
Η έκφραση των βαθύτερων σκέψεων κι αναγκών περνάει και στο πώς επιλέγουμε να φτιάχνουμε τον χώρο μας, να ντυνόμαστε, να ζούμε. Περνάμε από την τρελή εποχή των χρωμάτων σε μια εποχή μινιμαλισμού κι ηρεμίας, γιατί αυτό φαίνεται να χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ. Μια επιστροφή στη βάση μας, αφήνοντας για λίγο πίσω μας πιο ρομαντικές ή σουρεάλ εποχές, αισθητικά. Η έντονη καθημερινότητα δίνει τη θέση της σε άδειους χώρους κι εκείνοι φαίνεται να την υποδέχονται με ανακούφιση. Εκεί που ο άνθρωπος ανοίγει τα μάτια του κι αντικρίζει έναν άδειο τοίχο, απομονώνοντας τις φωνές και τη βοή του έξω κόσμου, απολαμβάνοντας την ησυχία που τόσο φαίνεται να μας έχει λείψει, τελικά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου