Υπάρχουν στιγμές που η σιωπή κυριεύει σώματα, ψυχές, καταστάσεις, σχέσεις. Είναι εκείνα τα δεύτερα, τα λεπτά που έχεις την ανάγκη να ουρλιάξεις σαν θηρίο στο κλουβί, να ξεστομίσεις εκατοντάδες λέξεις, να πεις λόγια που ίσως και να πονέσουν. Να βρίσεις, τα εκτονωθείς, να αντιδράσεις, να εκτοξεύσεις όλα εκείνα τα συναισθήματα που κάνουν πόλεμο μέσα σου, να πάψει επιτέλους αυτή η τρικυμία που σε ταλαιπωρεί.
Λόγια σκόρπια, κουβέντες που δε θα τις εννοείς, αλλά και που ίσως είναι αληθινές ή κρύβουν έστω μία δόση αλήθειας, για τις οποίες γνωρίζεις πως αύριο θα έχεις μετανιώσει και θα αναρωτιέσαι γιατί τα είπες. Είναι στον χαρακτήρα σου, εξάλλου, να λες αυτά που σκέφτεσαι, χωρίς όμως να υπολογίζεις τις συνέπειες, ακόμη κι αν είναι απλά ειλικρίνεια, να μην τα συσσωρεύεις μέσα σου, δεν είσαι έτσι, ποτέ δεν ήσουν. Πάντα όταν ένιωθες να σε αδικούν, όταν ήθελες να βρεις το χαμένο δίκιο σου, ξέσπαγες.
Όλα αυτά όμως συνέβαιναν παλιά, σε χρόνο παρελθοντικό. Τώρα πια μάλωσες με το παρελθόν και με όλους τους χρόνους του, πλέον δεν σε νοιάζει να ακουστείς. Έχει περάσει καιρός απ’ τη στιγμή που συνειδητοποίησες πως η σιωπή πολλές φορές κάνει κρότο, είναι χρυσός, λέει περισσότερα απ’ ό,τι τα λόγια. Δεν είναι απαραίτητο να μιλήσεις. Μία μόνο ανάσα, ένα βλέμμα, μια αδιαφορία, ένα φευγιό κι ένα αντίο είναι αρκετά.
Άλλαξες εσύ, άλλαξαν οι αντοχές σου, δεν έχει σημασία. Τώρα σιωπή. Απηύδησες, κουράστηκες και κατέληξες στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος που στέκεται απέναντί σου, φίλος είναι αυτός, οικογένεια, σύντροφος, γνωρίζει όλα αυτά που σε ενοχλούν, σε πληγώνουν, σε βρίσκουν στην αντίθετη πλευρά. Εκείνα που αγαπάς, αλλά κι εκείνα που σε θυμώνουν. Θα έπρεπε να σε έχει μάθει, να έχει μάθει τους φόβους σου. Δεν υπάρχει επομένως λόγος να τα υπενθυμίσεις ξανά. Αναλύσεις αναλύσεων, επαναλήψεις επαναλήψεων κι άντε πάλι από την αρχή η ίδια καραμέλα κι εσύ εκεί να προσπαθείς να γίνεις κατανοητός για αμέτρητη φορά.
Η σιωπή που αποφάσισες να κρατήσεις δεν ήταν ούτε αδιαφορία ούτε απάθεια όπως μεταφράζεται από τους περισσότερους, κι ας λένε άλλοι ότι δε νοιάζεσαι, έκανες νέα αρχή, ξέχασες. Με τη σιωπή δεν ξεχνάς, αντιθέτως σου υπενθυμίζει συνεχώς τι ζήσατε και σε προστατεύει απ’ το να χαλάσουν οι όμορφες στιγμές που μοιραστήκατε. Το ότι δε μιλάς, δε στέλνεις μήνυμα, δε ρωτάς να μάθεις νέα ή να πάρεις εξηγήσεις σε ερωτηματικά που ακόμη σε βαραίνουν, είναι επειδή θεώρησες καλύτερο να βυθιστείς στο καβούκι της σιωπής. Ένα καβούκι γεμάτο εγωισμό, σιγουριά, αξιοπρέπεια, ασφάλεια κι ανείπωτα λόγια.
Σωπαίνεις, γιατί στέρεψες από λέξεις, δεν έχεις να πεις και να δείξεις κάτι άλλο στον ενδιαφερόμενο, ούτε καν να δώσεις έναν επίλογο, μιας και στον επίλογο κάθε ιστορίας ο συγγραφέας λέει τα πιο ουσιαστικά και βάζει το τέλος. Γι’ αυτό κι εμείς αναμένουμε σε κάθε βιβλίο την ώρα που θα φτάσουμε στο τέλος, να δούμε τι θα συμβεί.
Είναι φορές που έθαψες τις σκέψεις σου, την οργή σου άλλοτε, πόσα «σ’ αγαπώ» πέθαναν, πόσα χαρτιά γεμάτα σκέψεις σκίστηκαν και πετάχτηκαν, πόσα παράπονα κρύφτηκαν πίσω απ’ τη μάσκα της ευτυχίας, πόσα «γιατί» δεν ειπώθηκαν ποτέ, γιατί η απάντηση μπορεί να ήταν γνωστή και δεν υπήρχε λόγος να την ξανακούσεις.
Πόσες φορές σκέφτηκες να πας να τον βρεις ή να σηκώσεις το ακουστικό και να πεις με μιας, σαν ποίημα, όλα όσα θα ήθελες, όλα όσα έχεις ξαναπεί, αλλά δε βρήκες αντίκρισμα. Χωρίς να περιμένεις να κάνετε διάλογο, απλά να τα βγάλεις από μέσα σου κι ύστερα να κλείσεις το ακουστικό. Την ίδια στιγμή, όμως, η σιωπή απέδειξε τη δύναμή της, την κυριαρχία της στο χώρο, μα κυρίως τη δύναμη που ασκεί σε σένα.
Για όσα δεν μπορούμε να μιλήσουμε, καλύτερα να μένουμε σιωπηλοί. Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη