Οι άνθρωποι έχουμε την κακή συνήθεια να το βάζουμε στα πόδια μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε σε θέση να ελέγξουμε τα συναισθήματά μας. Μας φοβίζει το ανεξέλεγκτο πάθος, το δυνατό, γι’ αυτό και πολλές φορές πάνω που νιώθουμε, μεμιάς δίνουμε μία και τα καταστρέφουμε όλα. Διώχνουμε ανθρώπους, τελειώνουμε καταστάσεις, γιατί δεν έχουμε συνηθίσει την τόση πολλή ευτυχία. Είναι υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό, λέμε στον εαυτό μας, οπότε ας το λήξουμε, έτσι κι αλλιώς κάποτε θα τελειώσει.
Βάζουμε, λοιπόν, τέλος πριν γίνει η έναρξη. Προκαθορίζουμε τη στιγμή που θα μπει η τελεία της ιστορίας. Μόλις νιώσουμε ότι τρέμουν τα πόδια μας, τσουπ, αντίο σας. Δειλία, καταλληλότερη λέξη γι’ αυτή τη φυγή δεν υπάρχει. Δειλία να δοθείς στον έρωτα, από φόβο μην πληγωθείς. Και μόνη λύση στο να μην υπάρξουν πληγές, ακόμη και ρωγμές, είναι να το βάλεις στα πόδια, να εξαφανιστείς προτού τα πράγματα πάρουν τέτοια τροπή, όπου πλέον θα ‘ναι αργά για να επιβάλεις «πρέπει» κι όρια. Μα κυρίως θα είναι αργά για να μετριάσεις αυτό που λαμβάνει χώρα μέσα σου. Κι ο έρωτας, το ξέρεις πολύ καλά, είναι πράγμα αδύνατον να μετριαστεί.
Δεν υπάρχει πολύ και λίγο ερωτευμένος, πολύ δυνατό ή λιγότερο δυνατό. Από μόνη της η λέξη «δυνατό» κρύβει μέσα της το πολύ, την υπερβολή. Καλώς ή κακώς δεν αντέχουμε όλοι οι άνθρωποι να ζήσουμε έναν έρωτα κινηματογραφικό. Από εκείνους που βλέπουμε στην τηλεόραση, που διαβάζουμε στα βιβλία και νιώθουμε ένα ρίγος να διαπερνά τα κύτταρά μας, τους τρελούς, με δόσεις δράματος κι υπερβολής. Που φανταζόμαστε να πρωταγωνιστούμε εμείς, όμως, όταν έρχεται η στιγμή να πρωταγωνιστήσουμε, κάνουμε ένα βήμα πίσω -γιατί ίσως και να μην είμαστε σε θέση να ζήσουμε το παράλογο.
Ο έρωτας είναι κτητικός, γεμάτος τόλμη και θάρρος. Είναι θρασύς του κερατά, δε συμβιβάζεται και δε μετριάζει το μέσα του. Οτιδήποτε μέτριο και λίγο το θεωρεί φθηνό κι άνευ σημασίας να ασχοληθεί. Κάποιοι ούτε που τολμήσαμε να ξεστομίσουμε έστω και το μισό του πόθου μας στον άνθρωπό μας ούτε που παλέψαμε για να κρατήσουμε αυτό που είχαμε, ίσως από φόβο για το τι θα επακολουθήσει στο μέλλον, ίσως γιατί γνωρίζαμε πως κι ο παραλήπτης ήταν το ίδιο δειλός με εμάς. Γι’ αυτό και όταν ήρθε η στιγμή της φυγής, δεν έμεινε κανείς απ’ τους δυο μας πίσω. Κανείς απ’ τους δυο μας δεν είχε το θάρρος να πολεμήσει για κάτι δυνατό, να τα παίξει όλα για όλα, να διεκδικήσει, ακόμη και αν το τέλος ήταν προκαθορισμένο.
Από φόβο κι εμείς, μωρό μου, χάσαμε τον πόλεμο, για να μη νιώσουμε τόσο δα χαμένοι. Πόσο εγωιστικό; Το λήξαμε πριν καλά-καλά αρχίσει, γιατί είχαμε την υπόνοια ότι δε θα κρατήσει. Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, λέγαμε. Ποιοι είμαστε εμείς για να γίνουμε η εξαίρεση στον κανόνα.
Και τι με αυτό; Ακόμη κι αν έληγε σύντομα, ακόμη κι αν δεν έβγαινε και τελικά δεν ήταν και τόσο δυνατό όσο πιστεύαμε, τι σημαίνει; Πως δεν άξιζε; Γιατί να μην το ζήσεις και να αφήσεις να πάρουν όλα τον δρόμο τους;
Σκοτώνουμε για να μη σκοτωθούμε. Εγωιστές μέχρι εκεί που δεν πάει. Μόνο που στη δική μας περίπτωση, αλληλοσκοτωθήκαμε. Υπογράψαμε το τέλος μας από κοινού. Ό,τι ζήσαμε, ζήσαμε. Ας βρούμε κάτι μέτριο, καμιά καβάτζα, ρε αδερφέ, τίποτα προσωρινά κρεβάτια, που δε θα χρειάζονται λόγια και πράξεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη