Για πάρα πολλά χρόνια υπήρχαν εκπομπές μαγειρικής στην τηλεόραση, τις οποίες παρουσίαζαν γυναίκες και άντρες μεσήλικες· όχι όπως τώρα που είναι κατά πολύ νεότεροι.
Οι γυναίκες αυτές πάντα μου προκαλούσαν ένα ιδιαίτερο είδος τρόμου.
Εκπροσωπούσαν πάντα στα μάτια μου το απόλυτο «πρέπει».
Το τέλειο που δεν θα κατάφερνα ποτέ να κάνω.
Μου θύμιζαν τον συνεχή έλεγχο που ασκούσαν πάντα αυτές οι γυναίκες στη ζωή μου, εκπροσωπώντας οι ίδιες την απόλυτη δύναμη αδράνειας αντίθετης σε οποιαδήποτε αλλαγή, σε οποιαδήποτε διαφορετικότητα.
Η σκατόφατσα της διπλανής γειτόνισσας που ήλεγχε μέρα-νύχτα ποιος έμπαινε σπίτι μου και με ανάγκασε να μεταναστεύσω σε άλλη γειτονιά.
Η απόλυτη θείτσα-ξερόλας που δεν σήκωνε σε τίποτε αντίρρηση γιατί οι τιμωρίες της ήταν βασανιστικές: διαπόμπευση σε όλο το κοινωνικό περιβάλλον, πάντα με το χαμόγελο και αυτήν την καλοσυνάτη-φαρμακερή φάτσα.
Πάντα το καλό μου σκεφτόταν όταν με μεγάλη ευκολία με κάρφωνε σε γνωστούς και συγγενείς. Η εμφάνισή της ήταν το κλασσικό κουρεμένο κουνουπίδι μαλλί, απροσδιόριστης ηλικίας αλλά κάπου εκεί στα 50 – 60, πολλά άσεμνα χρυσάφια στα χέρια και στον χοντρό λαιμό της, σύμβολα δύναμης και οικονομικής ευμάρειας που τα επεδείκνυε με θράσος.
Φάνταζαν επάνω της λάφυρα πολέμου, από τις στρατιές των θυμάτων που διαφωνούσαν μαζί της και τους αφάνισε.
Μαχητής και προστάτης της «καλής οικογένειας», είχε τάξει τη ζωή της να φροντίζει και να πολεμά όλους όσους δεν ήθελαν να συμμορφωθούν.
Είχε δυο βλέμματα ταυτόχρονα: το καλοσυνάτο, αυτό που όταν της μιλούσες σε κοίταζε κι αυτό του επιλοχία που έχει μπει στο θάλαμο για επιθεώρηση.
Αλλά το μεγαλύτερό της όπλο ήταν το φαγητό. Ποτέ δεν το ετοίμαζε για να σε χορτάσει. Το χρησιμοποιούσε για να σε γλυκάνει, να νοιώσεις υποχρεωμένος, να την συμπαθήσεις και έτσι να είσαι έτοιμος να της πεις ναι σε όλα. Να μπορέσει, μέσα από τη νάρκωση της γλύκας του φαγητού, ν’ αποσπάσει οποιαδήποτε πληροφορία που θα ήταν αναγκαία για τους διάφορους χειρισμούς που θα ήθελε να κάνει.
Πάντα τις θεωρούσα βασανίστριες, όπως οι γυναίκες δεσμοφύλακες στις διάφορες φυλακές. Στο μόνο που διέφεραν ήταν στην εμφάνιση και στο ύφος.
Τα επιχειρήματά τους ήταν κυρίως η επίκληση του κακού, του χειρότερου που θα πάθεις κάνοντας μια ζωή που εκείνες δεν συμφωνούσαν. Ένας ωμός εκβιασμός. Μια απειλή για να σου αποσπάσουν με τη βία τη συναίνεση.
Τον ίδιο ρόλο στο πιο στενό οικογενειακό περιβάλλον τον έχουν και οι «συμπεθέρες». Λειτουργούν σαν κάμερα ασφαλείας μέσα και έξω από κάθε σπίτι, έχοντας πιο εύκολη πρόσβαση λόγω της συγγένειας.
Εμφάνιση: χοντρός σβέρκος με κοντά μαλλιά, συνήθως ξανθά –είναι «νέες» άλλωστε ακόμα– εκτός από τις προοδευτικές που δεν τα βάφουν. Οι τελευταίες σε παρασύρουν πιο εύκολα στον όλεθρο γιατί δημιουργούν κλίμα εμπιστοσύνης και κατανόησης.
Σπουδές: όλες τις επιστήμες.
Αγώνας και όραμα ζωής: να κάνεις πάντα αυτό που εκείνες θεωρούν σωστό – ως πανεπιστήμονες άλλωστε κατέχουν μόνο αυτές την αλήθεια.
Αγαπημένες τους εμφανίσεις: γάμοι, βαφτίσια και κηδείες αναλαμβάνοντας εργολαβικά την τελειότητα των εκδηλώσεων.
Το είδος ευδοκιμεί σε όλη την επικράτεια, ιδιαίτερα εκτός των μεγάλων πόλεων. Μακριά μας!
Συμβαίνει σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις κοινωνικές ομάδες.
Αυτός που εκβιάζεται δεν διαφέρει σε τίποτε από κάποιον φυλακισμένο και μάλιστα σιδηροδέσμιο. Δεν έχει την ελευθερία να επιλέξει ο ίδιος αν θέλει ή όχι κάτι. Ο κοινωνικός εκβιασμός είναι ακόμα πιο βρώμικος και πιο σκληρός γιατί γίνεται με άυλα όπλα που στοχεύουν την ψυχή για ν’ ακινητοποιήσουν το σώμα. Πιο εύκολα θύματα ενός κοινωνικού εκβιασμού είναι αυτοί που έχουν εξοικειωθεί από μικροί να εκτελούν εντολές έστω και αν δεν συμφωνούν, έστω και αν δεν τους αρέσουν.
Είναι αυτοί που τους τρομοκρατούν από την ημέρα που γεννιούνται. Που δεν τους έμαθαν ποτέ να είναι ελεύθεροι και να επιλέγουν. Που τους έμαθαν μόνο το «πρέπει» και όχι το «θέλω». Και που αυτό τους βόλεψε και όχι μόνο το συντήρησαν αλλά το αναπαράγουν με μεγαλύτερη βία, για να καλύψουν τις ενοχές της αδυναμίας τους.
Τουλάχιστον με τους μαφιόζους έχεις στο λαιμό το μαχαίρι· το νοιώθεις, το βλέπεις και αποφασίζεις αν θα ενδώσεις ή θα πεθάνεις.
Η διαπόμπευση λοιπόν η κοινωνική είναι η μεγαλύτερη απειλή. Δεν είναι απαραίτητα κάτι που θ’ αφορά τις «κακές» προσωπικές σου επιλογές. Μπορεί να γίνεται και στα πιο απλά θέματα. Μπορεί ν’ αφορά το ντύσιμο, το βάψιμο για τις γυναίκες, τα μέρη όπου θα διασκεδάζεις, τον τρόπο που μιλάς ή οτιδήποτε φαινομενικά απλό. Όταν όμως αυτά τα απλά και μικρά γίνονται πολλά, τότε αρχίζει το πνίξιμο.
Τις περισσότερες φορές αυτός που διαπομπεύει κάποιον άλλον ή μια ομάδα ανθρώπων, το κάνει για να κρύψει τις δικές του παλιότερες ή τωρινές πομπές. Πολύ συχνά, οι δικές του πομπές είναι ίδιες με αυτές που προσπαθεί να διασύρει τους άλλους. Πιστεύει πως θα ξορκίσει το «κακό» που έκανε.
Η τιμωρία του θα είναι ισόβια φυλακή στις ενοχές του.
Και μάλιστα στην απομόνωση.