Η πιο σκληρή κατάσταση που αντιμετώπισα στη ζωή μου ήταν οι ματαιωμένες ελπίδες.
Όλα αυτά δηλαδή που θα ήθελα πολύ να πραγματοποιήσω στη ζωή μου και δεν έγιναν.
Η ελπίδα ξεσηκώνει, αναστατώνει όλες τις αισθήσεις, γεμίζει την ψυχή και είναι ένα από τα βασικότερα κίνητρα για ζωή.
Ζωή χωρίς ελπίδα οδηγεί πάντα σε πολύ σκληρές και με πολύ ψυχολογικό πόνο καταστάσεις.
Καμιά μάχη δεν κερδήθηκε ποτέ αν έλειπε η ελπίδα.
Οι ελπίδες χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: σ’ αυτές που πηγάζουν από πραγματικές επιθυμίες, και σ’ αυτές που τις «εμφυτεύει» το περιβάλλον και ο τρόπος που ζει κάποιος.
Δεν έχει σημασία το είδος της ελπίδας, είναι τόσες όσες και οι άνθρωποι. Υπάρχουν ελπίδες που είναι ίσως κοινές σε πολλούς αλλά υπάρχουν και οι προσωπικές.
Στις προσωπικές δίνουμε συνήθως τη μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί αυτές είναι που θα μας κάνουν να νοιώσουμε κοντά με τους άλλους, να ερωτευτούμε, ν’ αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε.
Αυτό που δυστυχώς μαθαίνουμε σχεδόν σε όλη μας τη ζωή είναι πως η ελπίδα συνδέεται με την προσπάθεια. Καμιά ελπίδα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως προσπάθεια.
Αυτοί που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, το γνωρίζουν πολύ καλά. Κοπιάζουν, δυσκολεύονται, εφευρίσκουν τρόπους και συνήθως το αποτέλεσμα είναι θετικό. Αν πάλι δεν τα καταφέρουν, είναι ήσυχοι με τον εαυτό τους γιατί το προσπάθησαν, δεν το άφησαν στην τύχη.
Η πραγμάτωσή της είναι ένα είδος μάχης. Μιας μάχης που έχει όλα τα στοιχεία ενός πολέμου. Υπάρχεις εσύ και ο «αντίπαλος». Τα όπλα που θα χρησιμοποιήσεις, οι τεχνικές που θα εφεύρεις, η υπομονή που θα πρέπει να κάνεις, η αναγνώριση των «όπλων» του αντιπάλου είναι σημαντικά για κάθε μαχητή που ελπίζει στη νίκη, στην κατάκτηση.
Γνωρίζουν επίσης πολύ καλά πως δεν υπάρχει τίποτε έτοιμο, πως κανείς δεν του οφείλει τίποτε. Και όχι μόνο αυτό. Δεν το θέλουν έτοιμο, τους κάνει να νιώθουν ανίκανοι. Το έτοιμο τους στερεί την περηφάνια της νίκης, την ηδονή και την αναγνώριση του νικητή.
Ο έρωτας είναι ένα τέτοιο είδος μάχης. Πόσες φορές όταν το αντικείμενο του πόθου ήταν δεδομένο δεν έδιωξε τον πόθο σου; Για σκεφτείτε όλα αυτά που ελπίζατε να σας τα έφερναν έτοιμα, παραδομένα στο σπίτι.
Θα έμοιαζε με έτοιμο φαγητό. Τα έτοιμα φαγητά το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν λίπος στο σώμα. Το ίδιο ακριβώς κάνει στην ψυχή και μια έτοιμη ερωτική επαφή. Ένα ψυχικό λίπος δημιουργεί και μια σωματική και ψυχική δυσκινησία. Η απουσία της ελπίδας σ’ αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει με θάνατο.
Στη δεύτερη κατηγορία, σ’ αυτήν δηλαδή που η ελπίδα είναι υιοθετημένη, που μιμείσαι τις επιθυμίες των άλλων, η ματαίωσή της είναι σχεδόν δεδομένη.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει να ζουν και να μιμούνται τις ζωές των άλλων. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας δεν ελπίζει σε τίποτα σε προσωπικό επίπεδο. Είναι πολύ ψυχοφθόρα η οποιαδήποτε σχέση μαζί τους, λειτουργούν σχεδόν πάντα αρνητικά σε ό,τι και να τους πεις ή να τους προτείνεις.
Η απουσία ελπίδας τους κάνει να μη θέλουν να ζήσουν και θα τολμούσα να πω πως η χαρά της πραγμάτωσης κάποιας ελπίδας, αυτή η χαρά τους τρομάζει, τους κάνει να νιώθουν άβολα, να προσποιούνται πως χαίρονται.
Είναι αυτοί που ακόμα και το πιο ευχάριστο πράγμα που συμβαίνει, πάντα θα βρουν κάποιο δυσάρεστο να το συμπληρώσουν.
Ο άνθρωπος αυτός που είναι κυριευμένος, πλανημένος, από ξένες προς το είναι του ελπίδες, δεν μπορεί ν’ απολαύσει τίποτα στη ζωή του. Θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν ν’ ακυρώσει όχι μόνο τη δική του χαρά αλλά και των άλλων. Θ’ αμφισβητεί τα πάντα, θα δυσπιστεί και στο πιο απλό και πασιφανές που θα του πεις. Υπάρχουν πολλοί γύρω μας, όση κατανόηση και να δείξεις, γιατί πραγματικά χρειάζονται βοήθεια, θα εισπράξεις την ίδια απογοήτευσή τους.
Απογοητεύομαι σημαίνει σταματώ να γοητεύω και να γοητεύομαι.
Πόσο σκληρό είναι κάτι τέτοιο. Κυρίως το δεύτερο, να μη σε γοητεύει τίποτε.
Να μην σ’ ενθουσιάζει, να μη σε αναστατώνει ψυχικά απολύτως καμιά κατάσταση.
Το πιο σκληρό όμως γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι πως ποτέ δεν θα ερωτευτούν. Ποτέ δεν θα νιώσουν την επιθυμία του άλλου να τους κατακλύζει, ούτε ποτέ θα προσφέρουν έρωτα. Γιατί απλώς δεν ελπίζουν πως μπορούν να συγκινήσουν τον άλλον.
Είναι πλανημένοι και θεωρούν πως οι επιθυμίες τους, οι ξένες δηλαδή, μπορούν να πραγματοποιηθούν μ’ ένα θαύμα. Χωρίς να κάνουν τίποτε παρά μόνο να περιμένουν να συμβεί.
Πολύ εντυπωσιακή διαφορά είναι στην αντίδραση του σώματος σ’ αυτόν που ελπίζει και σ’ αυτόν που δεν ελπίζει.
Ο άνθρωπος που ελπίζει είναι δυνατός, έχει τη χαρά στο βήμα του, το βλέμμα είναι ζωηρό και διαπεραστικό, όλες οι αισθήσεις είναι σ’ επιφυλακή να μη χάσουν τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν γύρω του. Είναι σα να του λέει η ελπίδα «έλα πάμε, θα τα καταφέρεις».
Αντίθετα, αυτός που δεν ελπίζει είναι σκυθρωπός, με λίγο σκυφτό το σώμα, με το περπάτημα να σέρνεται σχεδόν και το βλέμμα μισόκλειστο, ίσως και μοχθηρό και σε όλα δυσκίνητος. Να τον αποφεύγει και η ελπίδα ακόμα.
Η ματαίωση της ελπίδας σ’ αυτόν που την πιστεύει είναι σχεδόν απίθανη, ή και αν ακόμα προκύψει η χαρά της μάχης μειώνει τη λύπη της ήττας.
Σ’ αυτόν που δεν ελπίζει ή δεν είναι δικές του οι ελπίδες, ή θέλει να πραγματοποιηθούν μόνες τους, είναι σαν να προηγείται η ματαίωση από την ελπίδα.
Ειλικρινά δεν ξέρω αν νιώθω συμπόνια για κάποιον που δεν ελπίζει, αλλά σίγουρα αν δεν θέλει να τον βοηθήσω, δεν θα τον αφήσω να με παρασύρει στη σκοτεινιά του.
Η ίδια η ζωή από μόνη της είναι η ελπίδα. Και η ζωή δεν ματαιώνεται.