Σ’ όλη του τη ζωή ήταν ο άντρας της δεύτερης ματιάς. Αυτός που όταν πέρναγε δίπλα σου ποτέ δεν έφευγε μόνο του το βλέμμα να τον κοιτάξεις. Αυτός που δεν ακολουθούσε τα στερεότυπα της μόδας για να γίνει αντιληπτός. Σπάνια αγόραζε καινούρια ρούχα και παπούτσια, δεν είχε ποτέ εντυπωσιακό αυτοκίνητο, δεν κατοικούσε σε πιασάρικη περιοχή.

Κανείς δεν τον πρόσεχε με την πρώτη αλλά στη δεύτερη φορά ή ακόμα καλύτερα στην τρίτη το σκηνικό άλλαζε. Είχε πάντα κάτι να δώσει που του περίσσευε σε κάποιον που το είχε ανάγκη, δίχως να περιμένει ανταπόδοση. Συντρέχτης και φροντιστικός όχι για να υποχρεώσει τον άλλον αλλά γιατί ήξερε καλά πως η ζωή θα του το επιστρέψει πολλαπλάσιο. Πολλές φορές μάλιστα του επέστρεφε τόσα πολλά που πίστευε πως τον είχε σε μια διαρκή δοκιμασία.

Οι γνωστοί και οι φίλοι του πολλές φορές τον κατηγορούσαν πως προσπαθούσε να διαφέρει για να τον προσέξουν. Ή ακόμα πως είναι υπεροπτικός και αλαζόνας.

Η αλήθεια ήταν διαφορετική. Ήταν άνθρωπος της δεύτερης ματιάς γιατί και ο ίδιος είχε πάντα μια δεύτερη ματιά πίσω από το προφανές, αυτό που γινόταν αντιληπτό άμεσα.

Του άρεσε να βρίσκει για τη ζωή του περισσότερης ουσίας θέματα ν’ ασχολείται. Όπως για παράδειγμα, αυτό ήταν και το πρώτο στην κατάταξη αυτών που επιζητούσε, μια ζεστή αγκαλιά. Μια αγκαλιά που θα συνοδευόταν από έναν καλό λόγο, τρυφερό, ερωτικό ή φιλικό δεν τον ενδιέφερε. Το περιτύλιγμα δεν είναι πως δεν του άρεσε, αλλά πάντα πίστευε πως όποτε υπήρχε το λαμπύρισμά του έκρυβε και παραμόρφωνε αυτό που πραγματικά ήταν και του άρεσε: η σεμνότητα.

Ήθελε να διερευνά λίγο περισσότερο το κάθε τι που του παρουσιαζόταν μπροστά του, να το παρατηρήσει, να προλάβει να το σκεφτεί πριν το δεχτεί ή το απορρίψει. Ήθελε να δώσει λίγο χρόνο στον εαυτό του για να μπορέσει να καταλάβει. Το μυαλό του λειτουργούσε σαν το στομάχι του ακολουθώντας όλη τη διαδικασία της τροφής.

Η πείνα του ήταν ίδια όπως όλων των υπολοίπων. Του άρεσε όμως όχι μόνο να χορτάσει. Δεν του έφτανε. Ήθελε να υπάρχει πάντα ένα τελετουργικό στις πράξεις του. Να μυρίσει το φαγητό που ήταν μπροστά του, να το γευτεί, να δει τα καθαρά πιάτα στο τραπέζι, έστω και αν έτρωγε μόνος. Και τελικά να πάρει το ρόλο της η γεύση για να συμπληρώσει την απόλαυση.

Χορτάτος ένοιωθε μόνο μετά από τέτοια διαδικασία.

Το ίδιο ακριβώς ήθελε να κάνει και στον έρωτα. Ήθελε να προλάβει να έχει μια δεύτερη ματιά πριν πέσει στο κρεβάτι της ηδονής. Ήθελε να μυρίσει, ν’ ακούσει λόγια και ήχους που θα τον ξεσήκωναν, να γευτεί τη σάρκα που θα είχε στα χείλια του και τέλος να παραδοθεί στην υπέρτατη αφή που θα τον ολοκλήρωνε.

Δεν ήθελε ούτε εδώ να βιάζεται, το στομάχι του στην τροφή και το μυαλό του στον έρωτα δεν έπρεπε ούτε να μείνουν πεινασμένα αλλά ούτε να βαρυστομαχιάσουν.

Σπάνια τον καταλάβαιναν, όλοι βιαστικοί με το μυαλό προσκολλημένο μόνο στην πράξη. Λες και η πράξη μόνη της θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει όλα τα υπόλοιπα. Λες και θα μπορούσε το βιαστικό ν’ ανταγωνιστεί τον έρωτα. Αυτός ήταν και ο λόγος που όταν ερωτευόταν, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους, όσο πέρναγε ο καιρός τόσο πιο πολύ δυνάμωνε ο έρωτας. Η δεύτερη ματιά του τον έκανε να βρίσει διαρκώς στο ταίρι του χαρίσματα κρυμμένα και θαμμένα γιατί δεν άξιζαν για τους πολλούς. Για εκείνον ήταν πολύτιμα. Τα ανέδυε από τα βάθη της ψυχής κάθε συντρόφου, τους έδινε τη θέση που τους άξιζε. Όχι απαραίτητα σημαντικά, αλλά και το πιο απλό τον γοήτευε και τον έκανε να ξυπνά με ηδονή το πρωί που τα σκεφτόταν.

Δεν ήταν υπεραναλυτικός, «δεν ψείριζε τη μαϊμού» όπως εύκολα θα μπορούσε να πει κανείς. Πίστευε πως δεν δικαιούται την αγάπη και τον έρωτα των άλλων χωρίς να τους δείξει πως την αξίζει. Οι περισσότεροι γύρω του, την απαιτούσαν, κάτι που ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει, λες και τους την χρωστούσε κάποιος. Λες και ήρθαν στη ζωή μόνο για να πάρουν και πως δεν όφειλαν να δώσουν. Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η ζωή μας επιστρέφει ό,τι της δίνουμε, δεν μας χρωστάει τίποτα.

Αυτός ήταν και ο χρυσός κανόνας του. Αυτή η αντίληψη τον έκανε να αγαπηθεί και ν’ αγαπήσει βαθιά και ουσιαστικά, να δεθεί και να είναι δίπλα με τον έρωτά του. Να έχει κατανόηση, συμπόνια, προστασία για το αντικείμενο του πόθου του. Αν του την επέστρεφε τότε γινόταν ευτυχισμένος σαν παιδί που του πήραν το παιχνίδι που λαχταρούσε.

Όσο κι αν έτρεχαν τα σάλια του από τον πόθο, αν δεν υπήρχε αυτή η διαδικασία με το τελετουργικό της, η ηδονή μετατρεπόταν σε διεκπεραίωση και πλήξη.

Το έκανε αρκετές φορές, προσμένοντας πως ίσως την επόμενη φορά θα καταλάβει κάτι, αλλά πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Το κενό και η μοναξιά.

Αυτή η δεύτερη ματιά τον είχε σώσει πολλές φορές από δύσκολα συναισθηματικά μονοπάτια. Ήταν ο προστάτης του, ο φύλακάς του. Μα και η δεύτερη ματιά των άλλων ήταν ουσιαστική, ήρεμη και έδινε το χρόνο να τον διαλέξουν με ψυχραιμία και όχι με βιασύνη. Αν τον διάλεγε τότε ο έρωτας και η ηδονή έμπαιναν στο αερόστατο και ταξίδευαν στα σύννεφα.

Δεν κατηγορούσε ποτέ τους «πεινασμένους», αλλά εκείνους που την ερωτική τους «πείνα» την είχαν κάνει τρόπο ζωής. Δεν θα χόρταιναν ποτέ όση ηδονική τροφή και να τους έδινες. Πάντα θα ήθελαν περισσότερη.

Ούτε τους στερημένους κατηγορούσε, κατανόηση έδειχνε και συμπόνια.

Ένιωθε όμως θυμό όταν την εγωιστική τους απαίτηση να τα θέλουν όλα, την έκαναν βίωμα και τρόπο ζωής. Μ’ αυτούς γινόταν επιθετικός και έπληττε.

Υπάρχει μια διαρκής αγωνία στη ζωή πολλών ανθρώπων να τα προλάβουν όλα, να κάνουν όσα περισσότερα μπορούν.

Κανείς τους δεν σκέφτεται πως και αν δεν τα κάνουν όλα όσα έχουν ποθήσει, δεν τρέχει και τίποτα.

Άλλωστε αυτό που σιχαινόταν περισσότερο ήταν οι υιοθετημένες συμπεριφορές.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γλαύκος