Κάθε ανθρώπινη σχέση είναι μια παράσταση, θεατρική ή κινηματογραφική. Μπορεί και τηλεοπτική σειρά.
Κάθε παράσταση έχει θέμα, σενάριο, συγγραφέα, σκηνοθέτη, ηθοποιούς, σκηνικά, κοστούμια ηθοποιών και το έργο αρχίζει.
Α, ξέχασα το πιο σημαντικό ίσως: έχει και θεατές.
Κάθε παράσταση έχει αρχή μέση και τέλος. Έχει μια κεντρική ιδέα το σενάριο, έχει διδάγματα, συμπεράσματα που θα μείνουν στους θεατές, έχει μουσική για να ντύσει το έργο και φωτισμό για να σκιάσει ή να φωτίσει της πτυχές από τις σκηνές της ζωής.
Υπάρχουν τόσες παραστάσεις όσες είναι και οι άνθρωποι.
Σπάνια θα βρεθούν δυο ίδιες ανθρώπινες παραστάσεις, ακόμα και αν όλοι οι συντελεστές της είναι οι ίδιοι. Μεταφορικά δηλαδή, ο καθένας συμμετέχει στην παράσταση της ζωής του.
Και είναι ο απόλυτα υπεύθυνος για το τι θα μας παρουσιάσει, τι θα μας δείξει, πώς θα μας τραβήξει την προσοχή, πώς θα κατευθύνει τη σκέψη μας και κυρίως τα συναισθήματά μας. Εκεί είναι το πιο δύσκολο.
Η ζωή του καθένα είναι μια δύσκολη μορφή τέχνης, όπως αυτή του θεάματος. Συνήθως το είδος των παραστάσεων που μας ελκύει, δείχνει και τον τρόπο ζωής που μας αρέσει να κάνουμε. Άλλος γοητεύεται με μια σαπουνόπερα, άλλος με μια τραγωδία στην Επίδαυρο, άλλος με μια καθημερινή σειρά στην τηλεόραση και άλλος με ένα θρίλερ.
Θα έπρεπε ίσως να ήταν από τα πρώτα που θα διερευνούσε κανείς στην επιλογή του συντρόφου. Να μάθει με ποιο είδος παραστάσεων γοητεύεται. Αν για παράδειγμα του αρέσει ο Ράμπο και στον άλλον αρέσει ο Αριστοφάνης, οι πιθανότητες να πετύχει η σχέση είναι ελάχιστες. Το μυαλό τους και η ψυχή τους ταξιδεύουν σε διαφορετικούς προορισμούς και δεν θα συναντηθούν ποτέ. Αν δεν συναντηθούν θα πιέζονται και οι συγκρούσεις θα είναι αναπόφευκτες.
Αν τον γοητεύουν τα θρίλερ, θα προσπαθήσει να τα βάλει και στη ζωή του ή θα πιστεύει πως υπάρχουν παντού. Θα έχει μια έφεση στον τρόμο και στο φόβο, είτε να τον προκαλεί είτε να τον βλέπει παντού. Τώρα αν ο άλλος είναι ρομαντικός, πείτε μου σε ποιο σημείο θα μπορέσουν να συνυπάρξουν.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στις ερωτικές σχέσεις. Μόνο που εδώ είναι ίσως η πιο δύσκολη παράσταση απ’ όλες γιατί το πάθος είναι ανεξέλεγκτο. Παρασύρει τους συντελεστές της, ειδικά τον πρώτο καιρό και τους κάνει να συμπεριφέρονται σαν να μη διάβασαν το σενάριο, σαν να μην υπάρχει η σκηνή και οι συντελεστές, αλλά κυρίως σαν να μην υπάρχουν θεατές.
Όσες φορές ερωτευτεί κάποιος, τόσες παραστάσεις θα δώσει στη ζωή του. Ποτέ δεν παίζει κανείς την ίδια παράσταση. Αλλάζουν οι ρόλοι, το έργο, οι σκηνές, ο σκηνοθέτης, ο χώρος και ο χρόνος που διαδραματίζεται το έργο.
Άλλη είναι η παράσταση που δίνει κάποιος όταν απλώς περνάει τον καιρό του ερωτευμένος με το ταίρι του, άλλος ο ρόλος του γονέα, άλλος ο ρόλος του ερωτευμένου μετανάστη που αναγκάστηκε να φύγει μακριά από τη ζεστή αγκαλιά που είχε.
Δεν υπάρχει στον έρωτα-παράσταση τίποτε που να είναι λιγότερο σημαντικό από το άλλο.
Οι ερωτευμένοι, αναζητώντας διαρκώς την τελειότητα σε μια σχέση, κάνουν πάντα σχεδόν το ίδιο λάθος.
Ενώ η μουσική επένδυση είναι το ίδιο σημαντική όσο και το σενάριο για παράδειγμα, τυφλωμένοι από το πάθος δεν της δίνουν τόση σημασία. Φανταστείτε λοιπόν, την οποιαδήποτε ερωτική σκηνή χωρίς μουσική. Ή χωρίς τον κατάλληλο φωτισμό, ή χωρίς ν’ ασχοληθεί το μυαλό με τα ρούχα.
Σκεφτείτε δε πόσο αστείος ή πόσο τραγικός είναι ένας κακοπαιγμένος ρόλος.
Το ταλέντο δε αν δεν αξιοποιηθεί κατάλληλα, κάνει τον άνθρωπο μια καρικατούρα του εαυτού του.
Όποιο από τα απαραίτητα για μια ερωτική παράσταση αφαιρέσει κανείς, το αποτέλεσμα θα είναι να λιγοστεύει η ποιότητα του έργου.
Κάτι εξίσου σημαντικό είναι και το πού διαδραματίζεται το έργο: είναι άλλο πράγμα ο έρωτας μέσα στον πόλεμο και άλλο μέσα σε περιβάλλον ειρήνης. Άλλο μέσα στη φτώχια και στην ανέχεια και άλλο μέσα στη χλιδή. Το κοινωνικό περιβάλλον είναι μέρος της σκηνικής παρουσίας. Είναι αυτό που επιδρά θετικά ή αρνητικά τα συναισθήματά μας, είναι αυτό που δοκιμάζει τις αντοχές ή τις αδυναμίες μιας σχέσης.
Τίποτε δεν πρέπει να μένει στην τύχη του αν κάποιος θέλει να φροντίσει τη σχέση του κι αν θέλει να μεταλλάξει τον έρωτα στο ύψιστο συναίσθημα, την αγάπη.
Η αγάπη άλλωστε, περιέχει τόση πολλή καψούρα που αμφιβάλλω αν μπορεί κανείς να την αντέξει.
Κάθε μορφή τέχνης διδάσκεται, έχει κανόνες, μεθόδους, μελέτη, ασκήσεις, εξετάσεις. Το ίδιο γίνεται και με την τέχνη του έρωτα. Είναι τυχεροί εκείνοι που έπεσαν στα χέρια καλών δασκάλων. Που τους έμαθαν πώς ν’ αγαπούν, πώς να ερωτεύονται, πώς να νοιάζονται, να φροντίζουν και να είναι ικανοί να το πάνε μέχρι το τέλος.
Άφησα για το τέλος το σημαντικότερο παράγοντα σε μια παράσταση: τους θεατές. Μόνο αυτοί μπορούν να κρίνουν αν μια παράσταση ήταν καλή ή όχι. Μόνο αυτοί μπορούν να επιβραβεύσουν, να χειροκροτήσουν ή ν’ αποδοκιμάσουν.Είναι αυτοί που θα ταυτιστούν με σκηνές από το έργο και θα προσπαθήσουν να το κάνουν κι εκείνοι στη ζωή τους.
Όσο και ν’ απομονωθεί το ζευγάρι για να ζήσει τον έρωτά του, οι θεατές είναι πάντα εκεί. Κριτές αμείλικτοι, δύσκολοι κι απαιτητικοί, αλλά επειδή δεν έχουν το πάθος των ερωτευμένων είναι πιο αντικειμενικοί, πιο δίκαιοι. Κι ας μην τους ακούν οι ερωτευμένοι, όταν μετά το τέλος της παράστασης διαβάσουν τις κριτικές τους θα καταλάβουν τα σωστά και τα λάθη που έκαναν μέσα στη σχέση.
Αλλά δυστυχώς γίνονται κατανοητοί μετά, όχι κατά τη διάρκεια του έργου. Κανένα συναίσθημα, πόσο μάλλον ο έρωτας, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κριτήρια λογικής. Και οι κριτές όσο και αν ταυτίζονται σε μια παράσταση, η ταύτιση διαρκεί λίγο, μετά κυριαρχεί η λογική.
Το κοινό είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα. Είναι οι άνθρωποι που επιλέξαμε να βρίσκονται κοντά μας, δίπλα μας. Η σχέση μαζί του δεν μπορεί να είναι περιστασιακή, δεν βρέθηκαν τυχαία εκεί. Είναι εκείνοι που επέλεξαν επίσης να δουν την παράσταση της ζωής μας, του έρωτά μας, δεν μπορούν να μπουν σε δεύτερη μοίρα.
Η μεγάλη ικανότητα και η τέχνη της ζωής και του έρωτα, είναι να μπορεί να έρθει, έστω για λίγο, εκείνος που συμμετέχει σε μια παράσταση, στη θέση του θεατή.
Ίσως γλιτώσει πολλές κακοτοπιές, αλλά ίσως και ν’ απολαύσει περισσότερο αυτό που ζει.
Μαθαίνεται, δεν είναι δύσκολο.