Με το φίλο μου τον Αποστόλη είχαμε αρκετό καιρό να βρεθούμε, όταν συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο. Χαρήκαμε πολύ και καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ να τα πούμε λίγο. Μίλαγε πολύ αλλά η ιστορία που μου διηγήθηκε είχε πολύ ενδιαφέρον και την άκουσα χωρίς να βγάλω μιλιά.
«Είχα που λες μια φίλη, την Κατερίνα. Τότε ήμουν ερωτευμένος μ’ ένα αγόρι τρελά. Καταγωγή της ήταν ένα χωριό κοντά στα Τρίκαλα Κορινθίας όπου οι γονείς της είχαν ένα εξοχικό. Σκεφτήκαμε να πάμε οι τρεις μας ένα τριήμερο. Όταν φτάσαμε ξάπλωσα στον καναπέ και από την κούραση του ταξιδιού με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα από τα γέλια τους και χωρίς με πάρουν είδηση κατάλαβα πως τον φλέρταρε. Ήταν πολύ όμορφη κι ερωτική κοπέλα και ο δικός μου ο βλάκας τσίμπησε. Έγινε τρικούβερτος καυγάς αλλά μετά τα βρήκαμε.
Γίναμε πολύ καλοί φίλοι, με είχε σαν τον μεγάλο της αδελφό για πολλά χρόνια.
Γνώρισε λοιπόν ένα παιδί και αυτός ξετρελάθηκε μαζί της. Ήταν όμορφος ψηλός και δυνατός από σκαρί. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και λίγους μήνες μετά ήθελε να την παντρευτεί.
Του λέει η Κατερίνα, για πλάκα, πως αν την ήθελε έπρεπε να τη ζητήσει από εμένα. Μάλιστα θα πρέπει να φοράει καφέ κοστούμι και γραβάτα και να κρατάει μια μεγάλη ανθοδέσμη με γλαδιόλες.
Μετά από λίγο καιρό, καλοκαίρι ήταν, χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού μου. Ήταν ο γαμπρός.
Φορούσε καφέ κοστούμι μέσα στον καύσωνα και κρατούσε μια τεράστια ανθοδέσμη με γλαδιόλες.
Καθίσαμε οι τρείς μας στην αυλή του σπιτιού για να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις και να τον εγκρίνω ή όχι.
Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα καταλάβει πως τα έκανε σοβαρά. Αυτός όμως το ζούσε πολύ έντονα αυτό το σκηνικό και μάλιστα όση ώρα ήμασταν μαζί δεν την άφησε να κάνει τίποτα.
Να της φέρει νερό πριν το ζητήσει μήπως και διψάσει, να της κάνει αέρα να μην ζεσταίνεται, μασάζ στα πόδια και εννοείται δεν έλεγε λέξη αν δεν του το επέτρεπε.
Τρόμαξα.
Μόλις έφυγε της είπα παράτα τον, το παιδί έχει πρόβλημα.
Δε με άκουσε, παρεξηγήθηκε μάλιστα και τελικά τον αρραβωνιάστηκε. Έφυγαν από την Αθήνα και χαθήκαμε. Λίγους μήνες μετά με κάλεσε να τους επισκεφτώ μερικές μέρες στην πόλη που πήγαν.
Όταν έφτασα βρήκα τη φίλη μου να μην κάνει τίποτα όλη μέρα παρά μόνο βόλτες και το παιδί να δουλεύει δυο δουλειές, για να μην της λείψει τίποτα. Να κάνει τα πάντα στο σπίτι, μαγείρεμα, καθαριότητα, ψώνια και όποτε ήθελε σεξ ήταν πάντα έτοιμος.
Σεξουαλικά είχαν απογειωθεί και οι δυο τους. Τόσο δυνατό σεξ δεν είχαν κάνει ποτέ τους με κανέναν.
Κατάφερα να του μιλήσω λίγο, ήθελα να καταλάβω πώς σκεφτόταν. Για να είμαι ειλικρινής μέσα μου κρυφά μου άρεσε η φάση. Τι ωραία σκεφτόμουν να έχεις κάποιον, να είναι ερωτευμένος μαζί σου και να κάνει ό,τι του λες. Τέλεια.
Μιλήσαμε αρκετά με το αγόρι και μου εξήγησε πως μόνο έτσι ηδονίζεται. Όσες ώρες δουλεύει ή κάνει δουλειές στο σπίτι και μόνο η σκέψη πως τον υποχρεώνει να το κάνει η αγαπημένη του, τον έστελνε στα ουράνια.
Δεν υπήρχε τίποτε περίεργο στη συμπεριφορά του, δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος αλλά ήταν ευχάριστος και καλλιεργημένος εκτός από όμορφος.
Τις τρεις μέρες που έμεινα μαζί τους ήμασταν σαν βασιλιάδες. Να ξυπνήσει χαράματα για να μας ετοιμάσει καφέδες και πρωινό, με φρέσκα κρουασάν που ετοίμαζε ο ίδιος.
Να μας έχει έτοιμο το μπάνιο με σιδερωμένα φρεσκοπλυμένα ρούχα και να προλάβει να ετοιμάσει και το φαγητό για το μεσημέρι.
Όλα αυτά αφού της είχε κάνει έρωτα δυο και τρεις φορές κάθε βράδυ.
Το απόγευμα που επέστρεφε, μας πήγαινε με το αυτοκίνητο βόλτα και πάντα ρώταγε αν τον θέλουμε να έρθει να πιει καφέ μαζί μας. Μια φορά, για να μου δείξει μέχρι πού μπορεί να φτάσει, του είπε να μείνει στο αυτοκίνητο και να μας περιμένει να τελειώσουμε τον καφέ. Δεν κινήθηκε ούτε στιγμή για πάνω από δυο ώρες.
Δεν ήταν ο τύπος του μαλάκα. Τσαμπουκάς, άγριος και όποιος τολμούσε να πειράξει τη φίλη μου με ένα νεύμα της μπορούσε να τον σπάσει στο ξύλο.
Τρόμαξα ακόμα πιο πολύ.
Τη δεύτερη μέρα έφυγα.
Μου ήταν πολύ αρρωστημένο όλο αυτό που έβλεπα και της το είπα. Πάλι αρνήθηκε να το καταλάβει. Την γοήτευε και της ήταν βολικό. Εννοείται πως την ηδόνιζε κιόλας.
Πέρασαν μερικοί μήνες χωρίς να έχουμε επαφή όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν η Κατερίνα και μου είπε πως χώρισαν γιατί δεν άντεχε άλλο να την ακυρώνει σαν γυναίκα. Δεν της άφηνε περιθώρια να βγάλει τη δική της θηλυκή και παθητική συμπεριφορά, να του κάνει λίγο τη δύσκολη, να την κυνηγήσει και να την κατακτήσει. Τίποτε.
Την αρρωστημένη διάθεση του αγοριού να ερωτεύεται γυναίκες που θα τις υπηρετούσε, δεν την είδε ποτέ. Ή δεν ήθελε να τη δει.
Χαθήκαμε οριστικά αλλά ξέρω πως αν δεν το απολάμβαναν και οι δυο τους δεν θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια σχέση.
Άσε που μετά από αυτήν την εμπειρία πιστεύω πως, με διαφορετικές παραλλαγές το συναντούσα συχνά γύρω μου, πιο καλυμμένο βέβαια από το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής.”
Τέλειωσε και μου πήρε δυο λεπτά να πω μια λέξη.
Ε, και; Σκέφτηκα. Όπως τη βρίσκει ο καθένας. Μεγάλα παιδιά ήταν.