Τέσσερις το πρωί χτύπησε το ξυπνητήρι. Ο Οδυσσέας το έκλεισε, τεντώθηκε και χουζούρεψε λίγο ακόμα στο κρεβάτι του χαϊδεύοντας με μισόκλειστα μάτια ακόμα το σώμα του που το καμάρωνε. Τριανταπεντάρης με μαύρα πυκνά μαλλιά, όμορφος και με σώμα που η δουλειά το έκανε να φαίνεται σαν να πήγαινε στο γυμναστήριο.
Δέκα λεπτά μετά ήταν κάτω από το νερό και βιαζόταν να φύγει για τη δουλειά του. Όσο καθαρός και να ήταν, από τα χέρια του σχεδόν ποτέ δεν έφευγε το λάδι από τις μηχανές που συντηρούσε στο τεράστιο εργοστάσιο της πολυεθνικής που εργαζόταν.
Ήθελε να προλάβει να είναι στο εργοστάσιο πριν έρθουν οι υπόλοιποι εργάτες και για έναν άλλο λόγο: είχε καταφέρει να του έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη και με τον τρόπο αυτό μπορούσε να κλέβει υλικά από τις επισκευές και να τα ξαναπουλάει στις εταιρείες που συνεργαζόταν. Τα κλεμμένα υλικά τα παρουσίαζε στις αναφορές του σαν ζημιά.
Στο γραφείο του διευθυντή του εργοστασίου εμφανίστηκε ξαφνικά η Μαριάνθη. Γενική οικονομική επιθεωρήτρια της πολυεθνικής, όπου στον υπολογιστή της είχαν εμφανιστεί οι συνεχείς αγορές, είχε έρθει να κάνει έλεγχο.
Ζήτησε να δει τον Οδυσσέα, που έκανε τις παραγγελίες, και απαίτησε από τον διευθυντή να τους αφήσουν μόνους.
Στην ίδια ηλικία με τον Οδυσσέα, με εντυπωσιακές σπουδές, όχι εντυπωσιακά όμορφη, αλλά με εξαιρετικά προκλητικό σώμα. Στήθος, πόδια, μέση, όλα σαν να σου έλεγαν «έλα, σε θέλω». Στενή φούστα και το μαλλί πιασμένο ψηλά αποκάλυπταν τον υπέροχο λαιμό της.
«Με ζητήσατε;» ρώτησε ο Οδυσσέας μπαίνοντας στο γραφείο.
Σήκωσε το κεφάλι της και αμέσως τα βλέμματά τους κόλλησαν. Η μπλε μισάνοιχτη στο στήθος φόρμα την αναστάτωσε· δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από το στήθος με τις πυκνές τρίχες του Οδυσσέα. Ούτε εκείνος μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από το κουμπί που άφηνε να φαίνεται λίγο το σουτιέν της.
Είχε σχεδιάσει με λεπτομέρεια την επίθεση που θα του έκανε, αλλά μετά από αυτή τη συνάντηση και χωρίς να πούμε πολλά λόγια, το βράδυ τους βρήκε να κυλιούνται στο ημίδιπλο κρεβάτι του Οδυσσέα μέχρι το πρωί.
Τίποτα δεν του είπε για την κλοπή. Ούτε ο Οδυσσέας κατάλαβε τι τον ήθελε. Θεώρησε πως γινόταν ένα τυπικός έλεγχος.
Μεγάλος, αχαλίνωτος έρωτας, δεν τον είχε ξαναζήσει κανείς τους τόσο έντονα.
Η Μαριάνθη όμως βασανιζόταν πολύ.
Η ηθική της είχε γίνει θηλιά στο λαιμό της. Όποτε δεν ήταν μαζί του, την έπνιγε το ότι για πρώτη φορά κάλυπτε έναν κλέφτη.
Ο έρωτάς της τεράστιος. Μόνο στη σκέψη ότι κάτι κακό μπορούσε να πάθει ο άνθρωπός της, μπορούσε να την κάνει να πεθάνει.
Η σύγκρουση μεταξύ των ισχυρών αξιών που έχτισε με κόπο ζωής και του πόθου της ήταν κάτι που ούτε μπορούσε ποτέ να υπολογίσει ότι θα τύχαινε στη ζωή της.
Στους τρεις μήνες τεράστιου πάθους, αυτή η σύγκρουση έγινε πνιγμός. Είχαν και οι δυο δυνάμεις μέσα της την ίδια ένταση, την ίδια δύναμη.
Όποτε συγκρούονται οι προσωπικές αξίες, τα βαθύτερα πιστεύω με τα πάθη, η σύγκρουση μπορεί και να κάνει κάποιον να χάσει τα λογικά σου.
Αν δεν τηρήσει αυτά που πιστεύει, νιώθει πως προδίδει τον εαυτό του και τον σιχαίνεται.
Από την άλλη, το πάθος παραλύει μυαλό και σώμα. Είναι τόσο δυνατό που τον κάνει να φέρεται σαν άλλος άνθρωπος. Ή σαν άνθρωπος που ανακαλύπτει στοιχεία του χαρακτήρα του που δεν μπορούσε καν να φανταστεί.
Ο Οδυσσέας την ένιωθε αυτήν τη σύγκρουση, αλλά όσο και αν πίεζε, δεν κατάφερε να της αποσπάσει ούτε λέξη.
Το βάρος άρχισε να γίνεται ανυπόφορο. Τελικά η Μαριάνθη δεν άντεξε και του μίλησε.
Τότε ήταν που η κατάσταση ξέφυγε τελείως. Ο Οδυσσέας θεωρούσε πολύ κανονικό να συνεχίζει να κλέβει. Ήταν βέβαιος πως ο έρωτας θα νικούσε την ηθική.
Έτσι γίνεται με τα μεγάλα πάθη: δυναμώνουν τις αδύναμες δικαιολογίες και υποστηρίζουν το ανήθικο σαν ηθικό.
Η ένταση μεταξύ τους δυνάμωνε σε όλα τα επίπεδα. Αδύνατον να παρθεί μια απόφαση.
Η κάλυψη που είχε ο Οδυσσέας από την αγαπημένη του τον αποθράσυνε.
Συνέχισε να κλέβει πιο πολύ. Δεν κινδύνευε τώρα από κανέναν.
Όταν καταλύονται τα όρια, καταλύονται παντού, σε όλα τα επίπεδα. Αλλάζει ο χαρακτήρας. Αλλάζει ο άνθρωπος. Το πάθος είναι πια μια κανονική κατάσταση. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό. Γίνεται μέρος του χαρακτήρα του.
Το ίδιο και όποιος το στηρίζει. Στην αρχή αντιδρά, και δυναμικά μάλιστα, αλλά μετά συνηθίζει και μένει μόνο η απόλαυση. Η ενοχή εξαφανίζεται. Χαλαρώνει το ήθος και η εντιμότητα και μένει μόνο η δύναμη της ηδονής.
Έτσι άρχισε να νιώθει και η Μαριάνθη.
Ήταν τρεις το πρωί όταν χτύπησε η πόρτα του Οδυσσέα.
Τρόμαξε. Είχε στο βάθος του μυαλού του πως θα μπορούσε να τον καρφώσει η αγαπημένη του, πως θα λύγιζε με το βάρος των ενοχών.
Άνοιξε την πόρτα προσεκτικά. Ήταν η Μαριάνθη που έπεσε στην αγκαλιά του.
Το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά.
Ησύχασε και χάρηκε. Κατάλαβε πως είχε πάρει την απόφασή της.
Μέσα της, είχε κερδίσει τη μάχη ο έρωτας. Αποδείχτηκε πιο ισχυρός από την ηθική της.
Ποτέ δεν είναι κλέφτης κάποιος μόνο για υλικά πράγματα. Αποκτά την ικανότητα να μπορεί να κλέβει και ψυχές ή ένα κομμάτι τους.
Στον αποστειρωμένο ερωτικά κόσμο που είχε μάθει να ζει η Μαριάνθη, η εισβολή ενός κλέφτη ανέτρεψε τα πάντα.
Στα μάτια της, η ικανότητά του να κλέβει ήταν τόσο ανατρεπτική που αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τελικά αυτό που την αναστάτωνε και την γοήτευε.
Η πλήξη της τέλειας ζωής που έκανε της προκαλούσε ναυτία πλέον.
Μια ώρα πριν έρθει σπίτι του, έφευγε ένα e-mail προς την εταιρία με την παραίτησή της.
Ανακουφισμένοι και οι δυο, ζουν μαζί ένα χρόνο τώρα χωρίς να τους ενδιαφέρει η κατάληξη.
Μόνο να είναι μαζί.