Ο αγαπημένος του χορός ήταν το ζεϊμπέκικο.
Θες ο μύθος γύρω από τους Ζεϊμπέκηδες που του έλεγαν σαν παραμύθι οι μικρασιάτισες γιαγιάδες του, θες ο ηρωισμός τους να πολεμούν σαν αντάρτες κρυμμένοι στα βουνά της Μικρασίας τον έκαναν να τον μυθοποιήσει μέσα του.
Έψαξε, διάβασε πολύ τα τελευταία χρόνια για το τί σημαίνει αυτός ο χορός, πώς τον χορεύουν και έμαθε κάτι που πάντα το ένοιωθε όταν τον χόρευε.
Τον χορεύεις μόνος.
Τον χορεύεις γιατί πονάς.
Τον χορεύεις για να τιμήσεις, όχι να ξορκίσεις αυτό που σ’ έκανε να πονέσεις.
Γιατί αγαπάς.
Γιατί πενθείς.
Δεν βλέπεις κανέναν όταν χορεύεις, δεν ακούς παρά μόνο την μουσική για να πατάει δυνατά το πόδι στη γη με κάθε νότα.
Δεν υπάρχουν κινήσεις, δεν υπάρχουν φιγούρες, δεν διδάσκεται όπως δεν μπορεί κανείς να σου μάθει τον τρόπο που θα πονάς, που θα λυπάσαι, που θα δείξεις αυτά που νιώθεις.
Είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση και πρέπει να το κάνεις μόνος.
Και πρέπει να τα καταφέρεις μέχρι τέλος, αλλιώς θα γελοιοποιηθείς πρώτα στα μάτια σου και μετά στους άλλους. Θέλει δύναμη, θέλει πάθος και αντρειοσύνη. Είναι χορός που δεν μπορούν να τον χορέψουν όλοι οι άντρες.
Αυτοί που γελοιοποιούνται όταν τον χορεύουν είναι οι δειλοί, οι φοβισμένοι, οι αναποφάσιστοι και κυρίως οι φυγόπονοι στη ζωή τους. Αυτοί που δεν πιστεύουν στον εαυτό τους.
Κανείς τους δεν θα τα καταφέρει.
Δεν είναι ένας απλός χορός, είναι κατάθεση ψυχής και θέλει κότσια να το κάνεις. Είναι τελετουργία, δεν είναι συρτός ή τσάμικος για να το χορεύεις με άλλους. Οι υπόλοιποι πρέπει να κοιτάζουν σιωπηρά και με σεβασμό, τα παλαμάκια είναι θεατρινισμοί για επιδειξίες.
Υπάρχουν και γυναίκες που έχουν αντρική ψυχή.
Είναι αυτές που μεγάλωσαν μόνες τους ένα παιδί, είναι αυτές που χήρεψαν, που γέρασαν από το μόχθο και τον κόπο, είναι αυτές που πολλές φορές η κοινωνία τις έχει στην άκρη γιατί δεν τις εγκρίνει.
Είναι νεαρές γυναίκες που δεν προβάλλουν τη θηλυκότητά τους σε όλους. Την κρατούν για έναν μόνο.
Γυναίκες που έκρυψαν τον πόνο τους πίσω από ένα μόνιμο χαμόγελο αγάπης.
Που στήριξαν και έδωσαν την ψυχή τους για τους άλλους. Τιμημένες και δυνατές γυναίκες που βάζουν κάτω πολλούς άντρες.
Έτσι ένιωθε όταν έβλεπε την συχωρεμένη τη μάνα του να τον χορεύει.
Φαινόταν σαν αντρογυναίκα στους άλλους, μα για την παιδική του ψυχή ήταν μεγαλείο. Ήταν όλος ο κόσμος αυτή η σκηνή.
Τον άντρευε, τον ησύχαζε, τον καταξίωνε αλλά ντρεπόταν να το πει.
Φοβόταν πως δεν θα καταλάβαιναν οι άλλοι, γιατί τη θαύμαζε που τόλμησε να χορέψει έναν αντρικό χορό.
Μόνο ο πατέρας της κρυφογέλαγε κάτω από τα καπνισμένα μουστάκια του. Ο παππούς του, που τον κρυφοκοίταζε και σιγουρευόταν πως χωρίς να μιλήσει έβαζε τα πράγματα στη θέση τους.
Γιατί στη μάνα του είχε αποθέσει τις ελπίδες του να κρατήσει τη γενιά του. Όχι στους δυο γιους του και ας έδειχνε στον κόσμο το αντίθετο. Έτσι έπρεπε και ας μην ήταν ικανοί. Βαρύ το φορτίο για εκείνη αλλά τα έβγαλε πέρα. Παλικαρίσια και «αντρίκια» σε όλη της τη ζωή.
Δεν κοίταζε και δεν άκουγε κανέναν όταν χόρευε. Κλειστά σχεδόν τα μάτια εκτός αν ήταν στραμμένα κάτω ή στον ουρανό. Δεν χωρούσε κανείς κοντά της εκείνες τις στιγμές.
Την περηφάνια για το ζεϊμπέκικο της μάνας του δεν μπόρεσε να την ερμηνεύσει από τότε, αλλά ήταν μέσα του βαθιά. Έτσι θέλει να τον χορεύει και εκείνος. Προσπαθεί να νοιώσει ξανά αυτά που δεν έλεγε με λόγια αλλά με τις κινήσεις της.
Σαν να πήρε τη σκυτάλη της συνέχισης της γενιάς και πρέπει να τα καταφέρει. Αυτόν τον ιερό σκοπό και το ιερό βάρος χορεύει. Μ’ αυτές τις σκέψεις φέρνει βόλτα γύρω από τον εαυτό του, μήπως τις ξεγελάσει και ησυχάσει λίγο.
Οι γυναίκες της οικογένειας έρχονται μπροστά του όταν κλείνει τα μάτια και του το υπενθυμίζουν. Διαρκώς αλλά με κατανόηση και αγάπη.
Και τότε του φεύγει το βάρος και χαμογελάει. Και τότε κρυφοκαμαρώνουν και εκείνες από ψηλά που τον κοιτάζουν. Σαν να ησυχάζει η ψυχή τους.
Όταν έχοντας το κεφάλι ψηλά ανοίγει τα μάτια η μουσική γίνεται βάλσμαμο.
Γίνεται επιβράβευση πως θα τα καταφέρει σ’ αυτό που του έδωσε σαν χρέος η ζωή.
Γιατί ζωή χωρίς ιερό χρέος είναι άδεια.