Το one night stand είναι η επαφή της μιας βραδιάς που λέμε, αυτή που δεν υπόσχεται τίποτα, δεν αφήνει περιθώριο δέσμευσης κι ανα πάσα στιγμή ο καθένας μπορεί να αποχωρήσει χωρίς να έχει και τύψεις από πάνω ότι πληγώνει το άλλο άτομο. Γιατί καλώς ή κακώς, όταν βγαίνεις με έναν άγνωστο τι τύψεις μπορείς να νιώσεις αν δεν τον ξαναδείς και ποτέ; Ωμό αλλά αληθινό. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γιατί πρέπει να δοκιμάσουμε έστω και μια φορά στη ζωή μας την εμπειρία αυτή. Εδώ θα δούμε τους πιο χαρακτηριστικούς.
1. Στιγμή πάθους χωρίς ρομαντισμούς
Το one night stand δεν το κάνεις για να νιώσεις πεταλούδες στο στομάχι αλλά αλλού. Το κάνεις για να ικανοποιήσεις τις ανάγκες που έχει το σώμα σου για επαφή. Είναι κάτι φυσιολογικό που όλοι το χρειαζόμαστε πού και πού και δε χρειάζεται να το χτίζουμε μέσα μας ως κάτι μεμπτό. Αυτό θα το αφήσουμε να το κάνουν οι σεμνότυφοι που αρνούνται να ζήσουν όπως θέλουν. Εμείς δεν έχουμε λόγο να μην αποδεχόμαστε τις σωματικές μας ανάγκες κι αν μια φορά δε συνευρεθούμε πιο ρομαντικά, εφόσον βρούμε παρτενέρ που το θέλει κι ο ίδιος, δε χάλασε κι ο κόσμος. Για την ακρίβεια μπορεί να φτιάξει κιόλας.
2. Ώρα της εκτόνωσης
Είναι η φάση που δε σε νοιάζει ούτε το πώς, ούτε το πού και πολλές φορές ο παρτενέρ είναι λίγο «ό,τι παίξει εκείνη την ώρα». Καλό και το χέρι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντίστοιχα αυτές τις περίεργες ώρες, όμως η επαφή με ένα άλλο άτομο έχει άλλη χάρη. Άσε που μαζί με την εκτόνωση μειώνεται και το άγχος. Και ναι, νιώθεις πιο χαρούμενος ενώ παράλληλα δεν έχεις να απολογηθείς για κάτι περαιτέρω τύπου «αχ συγγνώμη ξυπνάω νωρίς οπότε φύγε». Αυτό κι αν είναι ανακουφιστικό.
3. Δικαιούσαι να είσαι (λίγο) εγωιστής
Αν κι ο έρωτας είναι από μόνος του τσαχπίνης κι αφήνει μια δόση εγωισμού να πλανάται, στο one night stand τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ απλά και ξεκάθαρα. Εδώ θέλουμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας κι αν δεν τελειώσει ο άλλος δεν το παίρνουμε και κατάκαρδα. Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα προσπαθήσουμε, αλλά οκ, δε θα ιδρώσουμε κιόλας. Και κάπως έτσι, καθαρά εγωιστικά, μπορεί να περάσουμε απ’ τα καλύτερα βράδια της ζωής μας, απ’ αυτά που δεν έχουμε αναστολές κι όλες οι αισθήσεις μας είναι τεταμένες. Δε μετράει η συναίνεση σαφώς, αυτή είναι δεδομένη κι απαραίτητη, άλλο εγωιστής κι άλλο μαλάκας κι επικίνδυνος.
4. Τόνωση αυτοπεποίθησης
Όταν το φλερτ με τυχαία άτομα στο δρόμο μπορεί να μας ανεβάσει την αυτοπεποίθηση, σκέψου τι μπορεί να κάνει ένα καλό τελείωμα. Είναι ο τέλειος τρόπος να φλερτάρεις, να μην περιμένεις τίποτα και να ξέρεις πως κι ο άλλος δεν περιμένει, ενώ επειδή ακριβώς δεν υπάρχει στο κεφάλι σας η δέσμευση ως σύννεφο, είστε πιο ελεύθεροι και πιο χαλαροί.
5. Κάν΄το αν το έχεις φανταστεί
Οι φαντασιώσεις μας πρέπει να γίνονται πράξη. Όσο τις κρατάμε στα κουτάκια του μυαλού μας τόσο αυτές χτίζονται και γίνονται απωθημένα. Και τα απωθημένα μπορούν να μας κρατήσουν πίσω σε σημείο ενοχλητικό. Αν το σκέφτεσαι, αν είναι κάτι που σε ιντριγκάρει ως διαδικασία, τι περιμένεις;
6. Κάνε το άλλο άτομο να σε θυμάται για πάντα
Στον αντίποδα αυτού που ειπώθηκε πιο πάνω μπορούμε στο κρεβάτι να γίνουμε τόσο καλοί ώστε να μείνουμε ανεξίτηλοι στο μυαλό του παρτενέρ μας. Είναι η φάση του «Δε σε ξέρω, δε με ξέρεις. Μπορώ να σε κάνω να με θυμάσαι για πάντα;». Είναι κάτι σαν ατομικό τσάλεντζ που όχι μόνο μας ανεβάζει, δημιουργεί κι ένα βάθρο για μας στο μυαλό του απέναντι προσώπου. Αυτό κι αν είναι αφροδισιακό. Να φεύγεις από ένα χώρο και να ξέρεις ότι το άτομο αυτό θα σε θυμάται για πολύ καιρό και θα έχει τις καλύτερες εντυπώσεις.
7. Κι αν δε φοράς το καλό σου βρακί δε θα νοιαστεί κανείς
Έχουμε μάθει πριν την επίμαχη ώρα, ή έστω όταν πλησιάζει αυτή, να περιποιούμαστε μέχρι αηδίας, να σενιαριζόμαστε σε όποιο βαθμό πιστεύει ο καθένας ότι είναι εντάξει και γενικά προσπαθούμε να πουλήσουμε μια αψεγάδιαστη εικόνα. Αν η εικόνα μας τώρα απέχει απ’ το τέλειο γιατί πολύ απλά βγήκαμε να περάσουμε καλά και δε νοιαστήκαμε να είμαστε βγαλμένοι από περιοδικό, κανείς δε θα νοιαστεί. Ακόμα και να σχολιάσει κάτι την επόμενη μέρα, θα έχεις φύγει αρκετά μακριά και τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα μπορεί να σε επηρεάσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου