Όταν πρωτομπήκα στη σχολή μου, εγώ όπως και πολλοί άλλοι συμφοιτητές μου νομίζαμε πως με ελάχιστο διάβασμα -έως μηδαμινό- θα μπορούσαμε να περάσουμε τα μαθήματά μας. Η ψευδαίσθηση δεν έφυγε από πάνω μας ούτε όταν ήρθαν τα θέματα στα χέρια μας, αλλά ούτε και μετά την παράδοση του γραπτού. «Τι είναι το 5; Σίγουρα έχω πιάσει τη βάση, ίσως πάω και για βαθμό.» ήταν η κλασική απάντηση, μέχρι να φτάσει στα χέρια μας η μονάδα. Αυτό το παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό του φαινομένου Dunning και Kruger.
Τι είναι όμως αυτό το φαινόμενο; Το φαινόμενο Dunning και Kruger αναφέρεται σε άτομα με δυνατότητες που δεν αξιολογούν σωστά κι έτσι αποκτούν μια αίσθηση ανωτερότητας. Στο παράδειγμα με τα μαθήματα της σχολής, ενώ κανένας δεν είχε διαβάσει ανάλογα με τις δυνατότητες του να πιάσει τη βάση -το 5 δηλαδή- και να περάσει το μάθημα, ο καθένας είχε μια υπεροψία που δεν του επέτρεπε να δει τις πραγματικές διαστάσεις της δυσκολίας του. Δεν είχε σημασία η πραγματική βαθμολογία που προσέγγιζε τη μονάδα, παρά η ψευδαίσθηση που είχε δημιουργηθεί ότι όντως τα γραπτά είναι αντάξια ενός προβιβάσιμου βαθμού.
Το φαινόμενο αυτό μελετήθηκε χάρη στο χυμό λεμονιού και σε δύο ληστείες -όχι σαν αυτές που έχουμε συνηθίσει στο la casa de papel- που οδήγησαν τους ερευνητές να ασχοληθούν με αυτή την πτυχή της ανθρώπινης σκέψης. Όλα ξεκίνησαν με αφορμή τον Μακ Άρθουρ Γουίλερ, έναν ληστή ο οποίος με την πεποίθηση ότι ο χυμός του λεμονιού έχει ιδιότητες που σε κάνουν αόρατο λήστεψε δύο τράπεζες, έχοντας πασαλείψει το πρόσωπό του με λεμονοχυμό. Πίστευε ότι οι κάμερες δε θα μπορέσουν να πιάσουν το πρόσωπό του, αφού θα ήταν «αόρατο».
Έτσι, αυτό το περιστατικό ήταν η αρχή για τους Ντέιβιντ Ντάνινγκ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και του βοηθού του Τζάστιν Κρούγκερ να ξεκινήσουν το 1999 την έρευνά τους στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ. Αποτέλεσμα της έρευνας ήταν η διατύπωση της θεωρίας που σήμερα είναι γνωστή ως φαινόμενο Dunning και Kruger και πρόκειται για μια γνωσιακή διαταραχή.
Αρχικά οι ψυχολόγοι και ερευνητές πήραν μια μερίδα φοιτητών του πανεπιστημίου και τους έκαναν κάποια τεστ επάνω σε δεξιότητες όπως το χιούμορ, η λογική σκέψη καθώς και οι γραμματικές δεξιότητες. Αφού ολοκληρώθηκαν τα τεστ, οι φοιτητές έπρεπε να αξιολογήσουν και να μαντέψουν ποιος είναι ο πιθανός τους βαθμός. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι πιο αδύναμοι φοιτητές, που δεν τα πήγαν τόσο καλά, βαθμολόγησαν τον εαυτό τους με έναν πολύ καλό βαθμό -ο οποίος δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα-, ενώ όσοι ήταν καλοί γνώστες των αντικειμένων που τους ζητήθηκαν αξιολόγησαν τον εαυτό τους με χαμηλότερο βαθμό από εκείνον που ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Σε μια περαιτέρω ανάλυση, σε ένα πείραμα οι ψυχολόγοι ρώτησαν τους εξεταζόμενους αν γνωρίζουν ή αν είναι εξοικειωμένοι με διάφορους επιστημονικούς όρους. Οι απαντήσεις όσων δεν είχαν αρκετές γνώσεις πάνω στους όρους για τους οποίους ρωτήθηκαν ήταν περισσότερο θετικές συγκριτικά με όσους ήξεραν στοιχεία για τους όρους αυτούς. Οι ερευνητές το αντιλήφθηκαν αυτό γιατί ενώ ρωτούσαν υπαρκτούς όρους όπως η κεντρομόλος δύναμη ή το φωτόνιο, παράλληλα ρωτούσαν και για όρους οι οποίοι δεν υπάρχουν όπως οι πλάκες της παράλλαξης, το υπερλιπίδιο και η χολαρίνη. Οι πλαστοί όροι, θυμίζουν υπαρκτούς όρους κι εκεί εντοπίζεται και η σιγουριά όσων είπαν ότι τους γνωρίζουν.
Οι πιο αδύναμοι, που απάντησαν θετικά στην ύπαρξη των όρων αυτών, βασίστηκαν σε ερεθίσματα που είχαν στη ζωή τους κι αυτά τους έδωσαν κι αυτοπεποίθηση να απαντήσουν όχι μόνο θετικά στο ότι όντως υπάρχουν οι όροι αυτοί, αλλά να νιώθουν και σιγουριά ότι ξέρουν πράγματα πάνω στους πλαστούς όρους. Τα άτομα που δεν τα πήγαν και πολύ καλά, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τις ικανότητες των άλλων. Έτσι, απ’ τη στιγμή που έχουν εκμηδενίσει τον ανταγωνισμό στο μυαλό τους βλέπουν τον εαυτό τους καλύτερο και περισσότερο ικανό απ’ τους υπόλοιπους.
Αντίθετα, όσοι είχαν γνώσεις πάνω στα αντικείμενα που τους ζητήθηκαν και οι ερωτήσεις τους φάνηκαν απλές και σχετικά εύκολες, υποτίμησαν τον εαυτό τους. Αυτά τα άτομα πίστεψαν ότι αφού ήταν εύκολες οι ερωτήσεις γι’ αυτούς θα ήταν και για όλους τους υπόλοιπους κι ότι μάλιστα, άλλοι θα τα πήγαν πολύ καλύτερα απ’ τους ίδιους.
Έτσι ερχόμαστε σε κάτι που είπε ο Δαρβίνος, «Η άγνοια γεννά πιο συχνά την αυτοπεποίθηση απ’ ότι η γνώση». Πράγματι, το φαινόμενο Dunning και Kruger αποδεικνύει ακριβώς αυτό. Μάλιστα όσο λιγότερες γνώσεις έχει κάποιος πάνω σ’ ένα αντικείμενο τόσο περισσότερη αυτοπεποίθηση έχει πιστεύοντας ότι η θεωρία του είναι σωστή. Επίσης σ’ αυτές τις περιπτώσεις βλέπουμε άτομα να πεισμώνουν και να επιμένουν στις θεωρίες τους παρ’ όλο που δεν έχουν καμία βάση.
Τα παραδείγματα εδώ είναι πολλά, από επιδέξια τσιπάκια μέχρι και ηλικιωμένους που αρνούνται να ασκηθούν -παρ’ ότι τους παροτρύνουν οι γιατροί τους- αφού πιστεύουν ότι η άσκηση τους κάνει κακό. Μήπως τελικά την επόμενη φορά που θα πούμε «Μ’ έκοψε μ’ ένα 4. Έπρεπε να με είχε περάσει!» να το επεξεργαστούμε λίγο παραπάνω;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου