Οι άνθρωποι θέλουμε να ανήκουμε σε σύνολα. Δεν ξέρω αν είναι μια κοινωνική ανάγκη ή μια φυσική, που έχει διατηρηθεί στο DNA μας από τότε που ζούσαμε σε αγέλες. Πάντως αυτό που ψάχνουμε μανιωδώς είναι ένα γκρουπ, μέσα στο οποίο θα είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί. Αυτό γίνεται από την πολύ αρχή της ζωής μας. Στο πρώτο μας κοινωνικό βήμα, είτε αυτό λέγεται «παίζω με τα υπόλοιπα παιδάκια στην παιδική χαρά» είτε «ξεκινάω το σχολείο», βλέπουμε τον αγώνα για ένταξη και κοινωνική αποδοχή. Πρέπει να είμαστε φυσιολογικοί με κάθε κόστος. Πόσο μάλλον σε μια ηλικία όπου ο εγωισμός μας είναι τόσο εύθραυστος που το παραμικρό σχόλιο μπορεί να μας τσακίσει και να μας περιθωριοποιήσει.
Το κομμάτι της αποδοχής και της ένταξης είναι στοιχεία που πάντα θα γυρίζουν στο μυαλό μας, ό,τι κι αν γίνει. Αυτό κυρίως βασίζεται στα στεγανά που ορίζουν το φυσιολογικό και το μη. Έτσι, με οδηγό αυτό, φτιάχνουμε κοινότητες για να μη νιώθουμε μόνοι και για να έχουμε ταυτόχρονα την προστασία ενός συνόλου. Ας πάρουμε για παράδειγμα την LGBTQ+ κοινότητα. Με το λάβαρό της υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι μια αγκαλιά για όλους τους ανθρώπους με όλο το εύρος των προτιμήσεων που ανά τα χρόνια τους ασκούνταν ρατσιστική συμπεριφορά. Σε γενικά πλαίσια και γενικεύοντας λίγο, ίσως είμαστε σε μια φάση που αυτή η διαφορά έχει περιοριστεί. Ένα γκέι άτομο διαφέρει όλο και λιγότερο στον δυτικό κόσμο από ένα στρέιτ- και να φανταστείς για να το πετύχουμε αυτό έπρεπε να γίνουν ατελείωτοι αγώνες για τα αυτονόητα.
Σε αυτό το παράδειγμα βλέπουμε, όμως, και πάλι τους όρους του φυσιολογικού και του κανονικού να παίζουν πρωταρχικό ρόλο και μάλιστα να εκφράζονται κάτω από ένα φακό διχασμού ο οποίος μεγεθύνει τη διαφορά. Ακόμη δηλαδή και μέσα στην ίδια την κοινότητα που θεωρητικά είναι η επιτομή της αποδοχής, βλέπεις πως στην πράξη αυτό δεν υφίσταται. Ενώ δεν υπάρχει καμία ουσιαστική διάκριση να διαχωρίζει τους ανθρώπους, βρέθηκε μια πρόφαση, ένα πάτημα, για να περιθωριοποιηθεί μια μερίδα ανθρώπων. Το πρόβλημα, λοιπόν εντωπίζεται στη συμπεριφορά που δέχονται τα τρανς άτομα. Κόντρα σε όλον τον αγώνα που συμβαίνει, συνεχίζουν να βιώνουν άκριτο ρατσισμό και το βάρος του μη-φυσιολογικού. Και το ακόμη χειρότερο στην όλη υπόθεση, είναι πως δέχονται αυτόν τον ρατσισμό κι από γκέι άτομα. Ναι, από τα άτομα που υποτίθεται ότι ανήκουν μαζί στην ίδια κοινότητα κι οραματίζονται από κοινού έναν κόσμο χωρίς διακρίσεις.
Τα τρανς άτομα, αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο περιθώριο στη χώρα μας, ακόμα και μέσα στην ίδια τους την κοινότητα, με τον ρατσισμό απλώς να ανακατευθύνεται σε μια ακόμη επιβεβαίωση του κανόνα πως η βία φέρνει βία. Ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή που τα τρανς άτομα δέχονται όλη αυτή την πίεση, τα bi άτομα δέχονται επίσης κριτική για την ταυτότητά τους. Είναι κάπου στο μέσο και κριτικάρονται κι από τους μεν, αλλά κι από τους δε- τους στρέιτ στην προκειμένη περίπτωση. Επειδή οι τρίτοι σαν σωστοί δερβέναγες στο κρεβάτι σου πρέπει να αποφασίζουν την ταμπέλα σου και το να είσαι bi, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, δημιουργείται η ανόητη περιθωριοποίηση, η μη αποδοχή, η πίεση του «διάλεξε στρατόπεδο» που είναι κάτι παραπάνω από αφελής απαίτηση.
Ίσως τελικά, το πρόβλημα, που παραπάνω αναφέρθηκε ως διαχωρισμός, να είναι καθαρά θέμα ανάγκης της ταμπέλας. Αν δεν είχαμε αυτές τις αναφορές να μας ξεχωρίζουν απ’ τον διπλανό μας, μήπως θα ζούσαμε σ’ έναν κόσμο που ο ρατσισμός θα ήταν μειωμένος αν όχι ανύπαρκτος; Θα νιώθαμε ίσοι ο ένας απέναντι στον άλλο; Μήπως είναι ώρα να προβληματιστούμε και να αποδομήσουμε πράγματα που στη ρίζα τους μπορεί μεν να μας ξεχωρίζουν, όμως στην τελική καταφέρνουν να δημιουργούν ένα χάσμα, το οποίο πολλές φορές το εξωτερικεύουμε; Και τελικά, ρε παιδιά, γιατί να διαλέξουμε; Ό,τι θέλει είναι. Αμάν πια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου