Παρατηρώντας τον κόσμο γύρω μου, διακρίνω παντού αμέτρητα προσωπεία. Δε το κατηγορώ, αντίθετα συμπάσχω. Είναι ένας τρόπος άμυνας και προστασίας από τα αδιάκριτα βλέμματα που προσπαθούν να εισβάλλουν στον προσωπικό μας χώρο. Δε θέλουμε υποδείξεις, δε θέλουμε να μας θεωρούν ευάλωτους κι αδύναμους κι αυτό το προσωπείο είναι η σωτηρία μας. Έχεις σκεφτεί ποτέ σου, πόσο πιο απλός και ξεκάθαρος θα ήταν ο κόσμος αν όλοι δείχναμε αυτό που πραγματικά είμαστε, λέγαμε ό, τι σκεφτόμαστε και πιστεύουμε; Σε πιάνει πανικός και μόνο στην ιδέα.
Από παιδιά το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν το κρυφτό. Κι αυτό εξακολουθεί να είναι και τώρα, παρ’ όλο που έχουμε πια μεγαλώσει κι ωριμάσει. Έχουμε μάθει να κρυβόμαστε, πολλές φορές και πίσω από το δάχτυλό μας. Γιατί θέλουμε να νιώθουμε προστατευμένοι από οποιονδήποτε μας πλησιάσει, οτιδήποτε προσπαθήσει να μας πονέσει. Αυτό είναι κάτι που μας το διδάσκει η ζωή από τη μέρα που γεννιόμαστε. Έχοντας πέσει σε παγίδες, έχοντας πληγώσει και πληγωθεί. Παθήματα που ήρθαν κι έγιναν μαθήματα.
Σκέψου εσένα, το πραγματικό σου «εγώ» και ταυτόχρονα τον τρόπο που λειτουργείς στη δουλειά σου. Σε κάθε παρατήρηση και υπόδειξη, εύσημα και υποβιβασμό. Δεν κάνεις πάντα αυτό που θες, δεν μπορείς να εκφέρεις πάντα την άποψή σου, δεν απαντάς όταν σε προσβάλλουν, όταν μειώνουν τη δουλειά και τη προσπάθειά σου. Αντίθετα, φοράς το πιο όμορφο χαμόγελό σου, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος δυσαρέσκειας. Γιατί, αν προβάλλεις αυτό που πραγματικά νιώθεις, θα βρεθείς απολογούμενος λες και είσαι κάποιος εγκληματίας.
Στις προσωπικές σου σχέσεις, πόσες φορές τόλμησες να ξεστομίσεις με θάρρος όσα νιώθει η καρδιά σου; Ποδοπατάς μόνος σου τα συναισθήματά σου, προτού προλάβει κάποιος άλλος να το κάνει. Δεν ανοίγεσαι εύκολα, ίσως κάποιες φορές επιλέγεις να δείχνεις απόμακρος. Δε λες ποτέ σου την πλήρη αλήθεια και κανείς από εμάς δε το κάνει. Χάνουμε και κερδίζουμε καθημερινά ανθρώπους, όμως κανείς από αυτούς δεν έχει γνωρίσει τον πραγματικό μας εαυτό.
Θυμάσαι με πόση δυσκολία ξεστόμισες το «σ’ αγαπώ» στον άνθρωπό σου; Ανάθεμα, αν του έχεις μιλήσει ποτέ σου για όλα εκείνα τα σημαντικά-ασήμαντα που περιτριγυρίζουν το μυαλό σου σχετικά με το άτομό του. Στους γονείς σου γιατί έκλεινες την πόρτα κάθε τόσο που κάποιος σε γονάτιζε ψυχικά και χρειαζόσουν έναν ώμο για να κλάψεις; Ήθελες μέχρι και σ’ εκείνους να δείχνεις δυνατός κι αλύγιστος. Στην παρέα σου και στον περίγυρό σου ποτέ δεν έδειξες τις αδυναμίες σου, δεν ήθελες να σε πάρουν στο ψιλό.
Προσπαθείς να αντιμετωπίσεις κάθε σου συμφορά μόνος σου. Κι όσο μεγαλώνεις, όσες περισσότερες κατραπακιές τρως, τόσο περισσότερο βυθίζεσαι στο χάος σου. Προσπαθείς να προβάλεις μια άλλη εικόνα, ένα διαφορετικό «εγώ» βασισμένο στα καλούπια του κόσμου. Αγνοείς συνειδητά εσένα, για να προστατέψεις εσένα. Δε σε κρίνω, γιατί θα πρέπει να κριθώ κι εγώ από εσένα. Δε διαφέρω. Και δεν μπορώ να σου πω αν αυτό είναι σωστό ή λάθος. Εξάλλου, το κάθε νόμισμα έχει δύο πλευρές.
Αν σου δινόταν η ευκαιρία για μια μόνο μέρα να είσαι εσύ, χωρίς τα αδιάκριτα βλέμματα τριγύρω σου, τι θα έκανες; Τι θα έλεγες και σε ποιον; Αν μου κάνεις την ίδια ερώτηση, θα ήθελα για λίγο να ξαποστάσω. Να αποβάλω τα βάρη που κουβαλάω μέσα μου. Θα έριχνα τις άμυνές μου, ξεστομίζοντας λόγια που μέχρι στιγμής ήταν καλά θαμμένα μέσα μου, σε ανθρώπους πολύτιμους που έχω στη ζωή μου και θέλω να παραμείνουν σ’ αυτή ως και το τέλος. Ξέρω ότι αυτό δε θα το κάνω ποτέ, ελπίζω όμως εσύ να το τολμήσεις. Ό, τι σκέφτηκες, να βρεις το απαιτούμενο θάρρος για να το πράξεις. Κι αν δε γίνει, ας ελπίσουμε τουλάχιστον, πως οι άνθρωποί μας εκεί έξω μάς ξέρουν τόσο καλά, που όσες άμυνες κι αν υψώσουμε εκείνοι θα βρίσκουν πάντα τον τρόπο να τρυπώσουν, γνωρίζοντας κάθε ανείπωτο– χιλιοειπωμένο με τα μάτια συναίσθημά μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου