Θα μπορούσα να προσποιηθώ την άνετη, την τυπικά ευγενική, την ελαφρώς αποστασιοποιημένη, αλλά δεν μπόρεσα. Πάνε και τόσα χρόνια άλλωστε. Πέντε ολόκληρα, πέντε ακριβώς. Ποιος θα με αδικούσε; Ποιος θα το σχολίαζε αρνητικά; Ποιος θέλει τώρα να σκοτίζεται, να συγκινείται, να μπαίνει σε αυτοκριτικές και συγγνώμες;
Θα μπορούσα να μην τους είχα πει ότι τις προάλλες τις έβλεπα στον ύπνο μου, ότι οι νέοι φίλοι μου γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια της παιδικής μας ζωής, θα μπορούσα να πουλήσω και λίγο τουπέ που λέει ο λόγος. Ναι, κάναμε τις μαλακίες μας, δεν αντιλέγω, αλλά είχαμε πάντα το ελαφρυντικό της ηλικίας και σκέψου, είναι από αυτά που ακόμα και τα δικαστήρια προσμετρούν, εμείς δε θα το επικαλεστούμε;
Έρχονται όμως κάποιες στιγμές που τα γεγονότα σε προλαβαίνουν και όσες πιθανές απαντήσεις κι αν έχεις σκεφτεί σε παρασύρουν τελικά σε μια δίνη φλυαρίας κι ακατάπαυστου παιδικού ενθουσιασμού. Θες γιατί δεν τις περίμενες τις στιγμές; Θες γιατί κάποιοι άνθρωποι χωρίς καν να προσπαθήσουν μπορούν πάντα να σπάνε τη βιτρίνα σου; Θες γιατί έχεις ανάγκη από λίγη ατόφια νοσταλγία; Στα σίγουρα πάντως θα υπάρξουν κάποιοι που όταν επανεμφανιστούν θα σε αναστατώσουν, γιατί μαζί τους θα φέρουν χίλια δυο πράγματα που κόντευες να ξεχάσεις και με νύχια και δόντια πάλευες να κρατήσεις την ανάμνηση έστω κι ασπρόμαυρη. Ξαφνικά λοιπόν όλα αποκτούν ξανά χρώμα, μυρωδιά και χαρακτήρα.
Κάτι σχέδια απόδρασης προς Ιταλία στα δεκατέσσερα, κάτι γόπες πεταμένες από ένα μπαλκόνι που έβλεπε σε κάποιο περιβόλι, κάτι κοπάνες για καφέ, κάτι στέκια, κάτι μαραθώνιες παρτίδες τάβλι, κάτι άγουρες ερωτικές απογοητεύσεις, κάτι από αγάπη.
Κι έπειτα μια εναλλαγή τρελή που φλερτάρει με άκρατο διπολισμό. Χαρά, οργή, φωτιά στα inbox και τα τηλέφωνα, να προλάβεις να ενημερώσεις τους ανθρώπους της ζωής σου για το σπουδαίο νέο. Χαρά για την τόσο απλή και ταυτόχρονα σπουδαία διαπίστωση ότι εκείνοι που κουβαλάς στην καρδιά και το μυαλό σου, δε σε ξεγράψανε. Ότι σε σκέφτονται ακόμα, ότι κάπου υπάρχεις κι εσύ μες στις δικές τους ασχολίες, μες στο λογισμό τους. Οργή που σε προλάβανε. Που τελικά σε κράτησε βήματα πίσω ο φόβος σου, η ατολμία σου, που σ’ έφαγε ο πούστης ο εγωισμός σου και βολεύτηκες στην απόσταση, που έστειλε άλλος πρώτος το μήνυμα. Και μετά εκείνη η λαχτάρα να το πεις σε όλους! «Μου έστειλαν μήνυμα τα κορίτσια! Ήταν για ποτό, άκουσαν ένα αγαπημένο ρεφρέν και με σκέφτηκαν.»
Αν δε μου είχαν ποτίσει και μένα τον εγκέφαλο, όπως και το δικό σου, με το τι θα πει ο κόσμος, έτοιμη ήμουν χτες να βγω με ντουντούκα στην Κοραή να το φωνάξω.
Θα μπορούσα να τις προσπεράσω, να τις καταχωνιάσω στα εφηβικά, να μην αναρωτιέμαι τι κάνουν, αν χαμογελάνε, αν ερωτεύτηκαν, αν είναι χαρούμενες, ευτυχισμένες. Θα μπορούσα, αν μπορούσα. Αλλά δεν μπόρεσα. Γιατί οι άνθρωποι με τους οποίους γαλουχήθηκες, μέθυσες, ξεφτιλίστηκες, έστρωσες χαρακτήρα, πήδηξες το σκαλοπάτι από παιδί για να γίνεις γυναίκα -γυναίκες, το γράφω και σχεδόν δεν το πιστεύω-, δεν αντικαθίστανται, δεν αναπληρώνονται, δε γίνεται να μη χωρούν στις αφηγήσεις, δεν παύουν ποτέ στο μυαλό σου να είναι τρελοκομεία.
Τρία τρελοκομεία ευφυή, καλλιτεχνικά, ανήσυχα, ιδιαίτερα, τόσο όμοια και διαφορετικά σε σημείο που πολλές φορές αναρωτήθηκα αυτά τα χρόνια «αν άραγε τις γνώριζα σήμερα, θα τις συμπαθούσα;» Ποιος τη χέζει μωρέ τη συμπάθεια; Τι σημασία θα είχε αν θα τις συμπαθούσα ή αν θα τις αντιπαθούσα αφού τις αγαπώ; Εδώ τον εαυτό σου τον ίδιο δε συμπαθείς καλά καλά και κάθεσαι και αναλώνεσαι σε υποθετικά «αν» και «μήπως» για να δικαιολογείς τις απουσίες, τις δικές σου και των άλλων. Δε με νοιάζει καθόλου αν θα τις συμπαθούσα στο σήμερα και στ’ αλήθεια αδιαφορώ κι αν θα με αντιπαθούσαν εκείνες. Μου αρκεί που μέσα σ’ ένα ρεφρέν, σ’ ένα μπαρ τόσα χιλιόμετρα μακριά και πέντε χρόνια μετά, οι τρεις παιδικές μου φίλες σκέφτηκαν να μου στείλουν μια καλησπέρα.
Μια καλησπέρα που θα μπορούσα να είχα προλάβει και να είχα στείλει πρώτη. Ευτυχώς μπόρεσαν εκείνες.
Υστερόγραφο Ι: Στις Μ, Δ, Π.
Υστερόγραφο ΙΙ: Μέταξα, μετάξα, μεταξά, μετάξα, μέταξα.