Έμεινε το απόγευμα μόνη στο σπίτι και δεν μπορεί να βρει ησυχία. Γυροφέρνει από σαλόνι σε υπνοδωμάτιο, αλλάζει θέση στα μαξιλάρια του καναπέ, γυαλίζει το καλό σερβίτσιο που βγάζει κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Έχει στη διάθεσή της τριάντα λεπτά για εκείνη και δεν ξέρει σε τι να τα διαθέσει, πώς να μιλήσει στον εαυτό της. Σχεδόν 75 χρόνια τη ζει κι ένα μισάωρο δεν μπορεί να της κάνει παρέα. Χαζεύει απ’ το παράθυρο τον κήπο που εκείνη έφτιαξε και σκέφτεται τους ανθρώπους της. Τα παιδιά, τα εγγόνια, τους γονείς της. Όλους εκείνους στους οποίους αφιέρωσε τη ζωή της, λες και της πέρασαν σφραγίδα εξουσιοδότησης στο χέρι τη στιγμή που γεννιόταν. Να τους ευχαριστήσει όλους, να μη λανθάνει ποτέ της. Να γίνει υπόδειγμα μάνας, κόρης, συζύγου. Κι έγινε. Και τους ικανοποίησε όλους. Όμως τώρα, αυτό το απόγευμα, δεν έχει τι να κάνει με τον εαυτό της. Δεν τον έχει πάει μια βόλτα, δεν τον έχει κακομάθει, δεν τον έχει παινέψει όσο έχει παινέψει όλους τους άλλους. Και κάθεται και περιμένει την ώρα να περάσει, να βγει το ταψί απ’ τον φούρνο, να γυρίσουν οι άλλοι στο σπίτι ν’ αποκτήσει ξανά το απόγευμα νόημα.
Είναι σαν εκείνη που σε μεγάλωσε ή σαν εκείνη που έγινες εσύ μεγαλώνοντας. Μια φιγούρα που κάπου έχεις δει και κάτι σου θυμίζει. Είναι εκείνη η φίλη που ακούει και δε μιλάει, ο σύντροφος με τις υπερβολικές παρά – κι υπόχωρήσεις, οι άνθρωποι που έζησαν ζωές για άλλους – και δεν το έκαναν μόνο από εξωτερικό εξαναγκασμό αλλά από έσω. Ή, αν προτιμάτε, από αγάπη.
Πόσες καταχρήσεις και πόσες διαστρεβλωσεις έχει υποστεί αυτή η καημένη η αγάπη, για να καταφέρουμε να την ορίσουμε ή να την περιορίσουμε, δεν μπορεί να το συλλάβει ανθρώπινους νους. Αλλά αυτός ο ίδιος ο νους ανέκαθεν είχε την τάση να σκέφτεται παραπλανητικά κι απατεωνίστικα. Κι έτσι επάνω σε κάτι μεγαλειώδες, ελεύθερο κι αβίαστο, εμείς πήγαμε να μπαζώσουμε το αυθαίρετό μας – και μας πείσαμε ή αφήσαμε να μας πείσουν ότι αγάπη θα πει συχνά υποχρέωση, υπακοή και αφιέρωση. Στο μαύρο-άσπρο της ανάγκης για απολυτότητα και κατηγοριοποίηση τα πράγματα έχουν κάπως έτσι: Η αποδεικνύεις την “αγάπη” σου στους άλλους παραδινόμενος άνευ όρων και εκπληρώνοντας άμεσα (πολλές φορές και προκαταβολικά) κάθε επιθυμία τους ή εστιάζεις στο “ν’ αγαπάς” εσένα αλλά εκεί υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να σε πουν εγωιστή, άρα να σε απομονώσουν – κι αυτό καμιά φορά αν και δελεαστικό, τρομάζει. Επιμένω ότι είμαστε εξαιρετικά κακοπρογραμματισμένοι σαν είδος, όταν δεν μπορούμε καν να δούμε τη χρυσή τομή των παραπάνω.
Εκείνη ως το πέμπτο παιδί και μοναδικό κορίτσι μιας πολυμελούς οικογένειας, είχε προδιαγεγραμμένη πορεία. Κι αν με τον καιρό τη συνήθισε και έπεισε τον εαυτό της ότι αν γυρνούσε το χρόνο πίσω δε θ’ άλλαζε τίποτα, δεν μπορούσε να πει το ίδιο και το πρόσωπό της που ήταν σχεδόν μονίμως οργισμένο. Έτσι ξεχωρίζουν οι άνθρωποι που δεν έζησαν όπως θα ‘θελαν, απ’ το βουβό θυμό που ακολούθησε τις ματαιώσεις και τις αυτολογοκρισίες και που αν κάποτε εκτονώθηκε δεν είχε στόχευση, επιχείρημα ή συνοχή παρά μόνο ετεροχρονισμένη αντίδραση. Χρόνια ολόκληρα να σιγοβράζουν οι θυμοί.
Ήταν τόσο προσεκτική και πειθαρχημένη που δε γινόταν να μην τη θαυμάσεις. Ευγενική, μετρημένη, σοβαρή. Φαινομενικά σίγουρη και κυρίαρχη, θεωρητικά συναισθηματικά εύθραυστη κι υπερευαίσθητη, στην πραγματικότητα φοβισμένη που πάλευε να ελέγξει τις καταστάσεις. Όταν λάμβανε την ικανοποίηση και την επιβεβαίωση που επιθυμούσε, το όλο παιχνίδι γύριζε τούμπα. Και τότε αυτός ο άνθρωπος που μέχρι πρότινος έδειχνε να ζει μόνο για να προσφέρει, ξαφνικά απαιτούσε επιτακτικά επιβεβαιώνοντας όλα τα κλισέ της ζωής. Γιατί αν είναι μια φορά ζόρικο να μην επιτρέπεις να σ’ ελέγξουν, είναι χίλιες φορές πιο ζόρικο ν’ αντισταθείς στον πειρασμό να ελέγξεις.
Οι “αφανείς ήρωες” των οικογενειών που κουβαλάνε το βάρος της διατήρησης της ηρεμίας, της κοινωνικής εικόνας και της συναισθηματικής ευημερίας, διακατέχονται από διαρκές άγχος να “σώσουν” όσους αγαπούν – το ‘νιωθουν σαν χρέος, σαν σκοπό της ύπαρξης τους, να προφυλάσσουν, να βοηθάνε και να προλαβαίνουν όλες τις ζημιές. Είναι ο τρόπος ν’ αποδείξουν την αγάπη τους, είναι ο τρόπος τους ν’ αγαπάνε και με αυτόν τον τρόπο επιθυμούν ν’ αγαπηθούν: Άνευ όρων, με την ίδια υπακοή, χωρίς να κριθούν, χωρίς ν’ αναμετρηθούν μ’ εαυτόν κι υπολοίπους. Θέλουν ν’ αγαπηθούν χωρίς να χρειαστεί να συστηθούν. Κι εκεί ακριβώς είναι που το πράγμα μπερδεύεται: Ζώντας μέσα απ’ τους άλλους δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι, αφού δε χρειάστηκε να το ψάξουν και δεν το έψαξαν.
Δεν είναι ν’ αναρωτιέσαι γιατί αυτή η προσέγγιση ζωής είναι μια ελκυστική επιλογή. Ανταποκρίνεται στα οικογενειακά ιδεώδη, καθησυχάζει τους προσωπικούς ηθικούς κώδικες, προάγει την ευγνωμοσύνη. Είναι όμως δημοφιλής και γι’ άλλους λόγους. Εναποθέτοντας τη “μοίρα” σου στα χέρια άλλων, αυτόματα απαλλάσσεσαι απ’ την ευθύνη της απόφασης κι αυτή η απαλλαγή φαντάζει εξαιρετικά ανακουφιστική. Επιπλέον επειδή ακριβώς αφήνεσαι σε επιταγές άλλων, αυτό δε σου στερεί καθόλου το δικαίωμα να μπορείς σε μελλοντική ενδεχόμενη αποτυχία να τα βάλεις μαζί τους που αποφάσισαν για σένα – ένα σχεδόν win-win situation, για όσους προτιμούν να παραγκωνίσουν τον εαυτό τους, παρά να πνιγούν από τις παράλογες τύψεις τους ότι δε στάθηκαν στο ύψος των προσδοκιών (φανταστικών και ρεαλιστικών) των αγαπημένων τους – κι άρα κινδυνεύουν να στερηθούν την αγάπη τους.
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι ο εαυτός κάποια στιγμή θα επιθυμήσει να εκτονωθεί – κι όσο πιο καταπιεσμένος ήταν επί μακρόν, τόσο πιο ακραία θα ‘ναι κι η εκδήλωση της ανυπακοής κι ας πρόκειται απλώς για πυροτέχνημα. Στο τέλος η υπακοή θα επιστρέψει. Επάνω σ’ αυτήν άλλωστε στήθηκαν τελικά όλες οι επιβραβεύσεις κι οι υποσχέσεις της ανθρώπινης ιστορίας. Υπακοή στα θεία, υπακοή στο σύστημα, υπακοή στο σπίτι. Όσο πιο υπάκουος, τόσο πιο αγαπημένος – κι ας μην ξέρει κανένας γιατί αγαπάει ή γιατί αγαπιέται. Αγάπη, γιατί έτσι πρέπει.
Βλέπει το αμάξι να παρκάρει στο γκαράζ και τρέχει στο φούρνο να ελέγξει το ψητό. Ανεβάινουμε τρέχοντας τις σκάλες και τη βρίσκουμε ν’ απλώνει άχνη στους λουκουμάδες και να τραγουδάει. Πέφτουμε πάνω της με δύναμη να την αγκαλιάσουμε κι έχουμε γεμίσει τις τσέπες των μπουφάν και των παντελονιών μας με βατράχια που μαζέψαμε απ’ το ρυάκι στο περιβόλι.
“Τι είναι αυτά εδω βρε σατανάδες; Βρε να με πεθάνετε, θέλετε; Στις μάνες σας τα κάνετε αυτά; Πετάξτε τα όλα γρήγορα μην τα δει ο πάππους σας και μας βάλει τις φωνές! Κουβέντα μην ακούσω ως το βράδυ – τσιμουδιά. Εκεί, στον καναπέ πηγαίν’ τε. Εκεί. Πετράκια!”