Αν ήταν στο χέρι μου, δε θα είχα ούτε έναν εχθρό.
Με αγχώνει το παρασκήνιο, με εξουθενώνει το ξεκατίνιασμα.
Και λίγο καιρό μετά, όταν οι εντυπώσεις αμβλυνθούν, ξεχνάω και ποιοι είναι.
Ξεχνάω κι αν τύχει να τους πετύχω τυχαία στο δρόμο, τους χαιρετάω εγκάρδια.
Ίσως φταίει ότι συγκρατώ φυσιογνωμίες κι όχι ιστορίες.
Κάπως έτσι, στο μυαλό μου, είναι όλοι κουβάρι.
Φίλοι νέοι, φίλοι παλιοί, γνωστοί, εχθροί κι αντίπαλοι.
Ίσως πάλι φταίει, ότι ανέκαθεν θεωρούσα την έχθρα, συναίσθημα μάταιο. Και λέω μάταιο, ενώ δε μπορώ να μην προσμετρήσω ορισμένα οφέλη της.
Το πιο προκλητικό, είναι η ακατανίκητη επιθυμία τροφής της ματαιοδοξίας σου.
Ν’αποδείξεις ότι είσαι καλύτερος από εκείνους. Να τους βάλεις τα γυαλιά.
Κι ενδεχομένως, μες στην προσπάθειά σου να σκίσεις πρώτος την κορδέλα του τερματισμού, να το πετύχεις κιόλας.
Πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς, πρώτος κι ανάμεσα στις πιθανές εκδοχές του εαυτού σου όμως.
Μια μικρή νίκη. Μια νίκη, που το κίνητρό της, βασίστηκε επάνω σ’ένα συναίσθημα αποστροφής.
Και που όσο κι αν θες να τη θεωρήσεις λευκή, ξέρεις ότι δεν είναι τελείως.
Αν το καλοσκεφτείς, σ’έναν κόσμο χωρίς μίσος, δε θα χωρούσαν ούτε παιχνίδια εξουσίας, δημοφιλίας ή αρχηγίας.
Ενδεχομένως η καθημερινότητά μας να ήταν εξαιρετικά ανιαρή, εγώ πάντως, αν ήταν στο χέρι μου, δε θα είχα ούτε έναν εχθρό.
Γιατί όταν είμαι χαρούμενη, θέλω να το φωνάξω σε όλο τον κόσμο.
Γιατί αν τύχει και οι εχθροί παλιότερα ήταν φίλοι, κάποιο καιρό αργότερα, μου λείπουν.
Γιατί αισθάνομαι πως το μίσος, ρουφάει σαν επίμονο, έσω καλαμάκι, την ενέργειά μου.
Με ξεζουμίζει, κάνει τις πατούσες μου να σέρνονται στο πλακάκι, δε με αφήνει να σηκωθώ ορεξάτη απ’το κρεβάτι.
Η ζωή τρέχει με ταχύτητες τρελές, τα πάντα ανατρέπονται στη στιγμή. Κι όσο κι αν έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να καταδικάζω κάθε συνονθύλευμα κλισέ, το εν λόγω, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη.
Σ’αυτούς τους ανεξέλεγκτους ρυθμούς, το να μνησικακείς, το να καταριέσαι και να δολοπλοκείς, φαντάζει στα μάτια μου, επιεικώς ανόητο.
Είναι διασκεδαστικό για λίγες ώρες. Όταν η αδρεναλίνη της πλοκής, σου γεμίζει τα σωθικά και τρέφεσαι μαζοχιστικά από την έντασή της.
Όταν πίσω από πληκτρολόγια ή λεκτικές αντιπαραθέσεις, ακονίζεις το μυαλό σου, προβάροντας αδιάψευστα επιχειρήματα.
Κι όταν η εγκεφαλική διέγερση που συνοδεύει μια έντονη διαφωνία, είναι έως και αφροδισιακή.
Κάπως έτσι οι άνθρωποι έχουμε ιδιαιτέρως στενά όρια επιείκειας.
Αρπάζουμε την αφορμή για ένταση, τροφοδοτούμε τον εγωισμό μας που επιβάλλει να είμαστε νικητές, ανοίγουμε το στόμα μας και πετάμε βατράχια.
Καταστρέφουμε φιλίες, έρωτες, συνεργασίες.
Χτυπάμε πισώπλατα.
Βρωμίζουμε τη διάθεσή μας.
Αυξάνουμε τη λίστα των εχθρών και των αντιπάλων μας.
Καταλήγουμε να βιώνουμε τη μοναξιά του δικαιωμένου.
Γιατί αν παρατηρήσεις, όλοι όσοι διαμηνύουν ότι έχουν πολλούς εχθρούς, είναι και οι ίδιοι που σπάνια θα σου μιλήσουν για τα τρωτά τους σημεία.
Είναι εκείνοι που δεν τα πάνε καθόλου καλά με την αυτοκριτική.
Ανεβασμένοι στο βάθρο του νικητή, του ευφυούς, του ασυμβίβαστου, συνήθως βρίσκουν την απάντηση για την έχθρα των άλλων, στη δική τους υπεροχή.
Κάποιος τους ζηλεύει, κάποιος θέλει να τους κλέψει τη μπουκιά από το στόμα, κάποιος θέλει να τους εκθρονίσει.
Κι αυτός ο κάποιος, αυτόματα γίνεται εχθρός.
Κι η γη παράλληλα, γυρίζει.
Κάποιοι ερωτευόνται, κάποιοι μονιάζουν, κάποιες παρέες στήνουν αυτοσχέδια πάρτι σε παραλίες και ταράτσες.
Κάποιοι συγχωρούν και προχωράνε. Δίνουν τα χέρια ουσιαστικά κι όχι τυπικά.
Κάποιοι παύουν να ηδονίζονται μέσα από καταστάσεις συναισθηματικής αναπηρίας.
Κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να βράζουν στο ζουμί τους.
Αν ήταν στο χέρι μου, δε θα είχα ούτε έναν εχθρό. Δεν είναι όμως.