Εισαγωγική σημείωση: Οι όροι μεταφυσικό κι ανεξήγητο, στο παρόν άρθρο, θα χρησιμοποιηθούν με κοινή ετυμολογία.
Αίνιγμα. Δέος. Ας κάνουμε μια βόλτα στον milky way. Να συνειδητοποιήσουμε την ασημαντότητά μας το ίδιο δευτερόλεπτο που θα αισθανόμαστε σπουδαίοι για κείνη την τυχαία σύζευξη ενός ωαρίου με μια υποψία σπέρματος που μας άξιωσε να μπορούμε έστω για μερικές αστραπές να νιώθουμε ταυτόχρονα χώμα και θεοί.
Το νέκταρ των θνητών είναι η ισόβια έλξη προς το ανεξήγητο. Ένα παζλ που ποτέ δεν τελειώνει και στο οποίο για κάθε κομμάτι που προσθέτεις κάποιο αφαιρείται – κι όπως κάθε τι αντιστεκόμενο, έτσι και το ανεξήγητο μας κάνει είλωτες κι άρχοντές του, να το προσκυνάμε, να το βλαστημάμε, να το κατηγορούμε, να το εκλιπαρούμε για βοήθεια, να το επικαλούμαστε όταν καμία άλλη εξήγηση δε μας φαίνεται πειστική ή αρεστή.
Η παραδοξότητα είναι εμφανής από μια φευγαλέα ανάγνωση. Ο άνθρωπος, ον που αντιστέκεται στις αλλαγές, που αναπνέει για τον έλεγχο και που ενίοτε ραδιουργεί για να τον αποκτήσει, που διαθέτει έναν -σχετικά πρωτόγονο- εγκέφαλο σχεδιασμένο στο να βρίσκει λύσεις προς την επιβίωση του, την ίδια στιγμή πλανεύεται κι ερωτεύεται την πιθανότητα όλο αυτό τον έλεγχο να τον παραδώσει οικειοθελώς σε κάτι που για χάρη του σ’ έναν ατέρμονο αγώνα εξήγησης και σωτηρίας.
Καζαμίες. Ζώδια. Κάρμα. Θεωρίες συνωμοσίας. Αποκρυφιστικά μηνύματα. Τι συμβαίνει έξω απ’ τα σύνορα του ταπεινού πλανήτη μας. Θρησκείες – όλες τους. Όλα αυτά και πολλά ακόμη βασίστηκαν στις ίδιες ανθρώπινες ανάγκες: Της ερμηνείας και της παρερμηνείας.
Πίστη και καχυποψία, το δίπολο που πάει χέρι χέρι και που εξαιτίας του, οξύνεται η φαντασία μας, προκύπτουν τα ερωτηματικά μας, ίσως ακόμα κάποιος να έλεγε ότι σ’ αυτό οφείλεται η πνευματική μας ανάπτυξη. Δεν υπάρχει πιστός χωρίς αμφιβολία, όπως δεν υπάρχει κι άπιστος χωρίς απορία – κι ας πρόκειται για διαπίστωση άγρια, τόσο άγρια που θα την απωθήσουμε με ταχύτητα στ’ ανομολόγητά μας.
Με μια πρώτη ματιά θα λέγαμε ότι στρεφόμαστε στο μεταφυσικό σε στιγμές αδυναμίας, όταν αναζητούμε ένα σωσίβιο βοηθείας, μια παρηγοριά ή έναν οδικό χάρτη. Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο. Να γίνεται το μεταφυσικό μιας πρώτης τάξεως νοητή πυξίδα όταν νιώθουμε πλήρεις, ευτυχείς κι ευλογημένοι κι όταν ίσως μερικές στιγμές έχουμε την ορατότητα να αποδεχτούμε ότι δεν είναι όλα αποτέλεσμα των προσπαθειών μας, ότι ίσως πράγματι σταθήκαμε κάπου τυχεροί – κι οφείλουμε να μας ομολογήσουμε, ότι καμιά φορά έχουμε δυσκολία να θεωρήσουμε εαυτούς τυχερούς, είναι άλλωστε ευκολότερη η υιοθέτηση του ρόλου του θύματος, η διαρκής γκρίνια και δυσαρέσκεια που εκτός του ότι μας κρατάει σε “φυσικά περιβάλλοντα”, ταυτόχρονα θεωρούμε ηλιθιωδώς ότι προκαλεί τη συμπάθεια των άλλων.
Το γεγονός ότι για αρκετούς η επίκληση στο μεταφυσικό μεταφράζεται ως μια μούτζα στον ορθολογισμό είναι κι η αιτία που αρκετές φορές τέτοιες αναζητήσεις θα τις κρατήσουμε αποκλειστικά για τον εαυτό μας ή θα τις συζητήσουμε με όσους ψυχανεμιζόμαστε ότι βρίσκονται σε αρμονία με τις αντίστοιχες δικές τους απορίες. Είναι ταμπού να πεις ότι διαβάζεις ζώδια, όπως είναι ταμπού για ορισμένους να κάνουν το σταυρό τους όταν περνάνε έξω από ένα ξωκλήσι – κι ας αισθάνονται την επιθυμία να κάνουν και τα δύο. Η σύγχρονη κοινωνία έχει στο επίκεντρο τον εαυτό, αυτόν τον παντοκράτωρ, τον υπερδύναμο, και μας στρέφει όλο και περισσότερο σ’ εγωπαθή μονοπάτια όπου πλέον ακούγεται από γραφικό έως αφελές το να ομολογήσεις με μια ελαφρά αμηχανία ότι δεν τα γνωρίζεις όλα, ότι υπάρχουν πολλά για τα οποία αναρωτιέσαι κι ότι ίσως τελικά καταβάθος να μην την επιθυμείς την τόση δύναμη, την τόση ευθύνη, τα τόσα που οφείλεις να γνωρίζεις και να ‘χεις την ικανότητα να φέρεις εις πέρας και να δημιουργήσεις. Ίσως τελικά η έλξη προς το ανεξήγητο να μην είναι παρά η πιο κραυγαλέα απόδειξη ότι ο άνθρωπος στο βάθος του, παραμένει ένα πλάσμα που όσο κι αν καθοδηγείται απ’ τον εγωισμό του άλλο τόσο επιθυμεί να του αντισταθεί.
Βρίσκονται μέσα μας διαρκώς κι οι δυο επιθυμίες: να εξουσιάζουμε αλλά και να παραδινόμαστε. Ακόμη ένα αόρατο χέρι που μας κινεί σαν μαριονέτες και τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβανόμαστε καν πώς αυτές οι δύο αντιθετικές δυνάμεις χορεύουν σάλσα στο μυαλό μας. Αργόσυρτος χορός κι ερεθιστικός που μας καθοδηγεί και δεν τον καθοδηγούμε.
Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος – κι όχι Θεός. Κι αν ο Θεός τελικά υπάρχει, στα σίγουρα δεν είναι και δεν ήταν άνθρωπος. Γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη το Θεό του κι έχει ακόμη περισσότερη ανάγκη αυτός ο Θεός να είναι κάτι μεγαλύτερο κι έξω απ’ αυτόν, κάτι που να παλεύει να κερδίσει την εύνοια, την υποστήριξη ή τη συμπόνια του. Κάτι με το οποίο να απογοητεύεται και να θυμώνει. Κι ας μεταφράζεται ο Θεός για τον καθένα με διαφορετικές λέξεις. Κι ας είναι δικός μου Θεός το σύμπαν, δικός σου ο πατήρ του Ιησού, ακόμη κι αν είναι το άγνωστο, η φύση ή η μοίρα.
Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο Θεό. Μοιραζόμαστε όμως την επιθυμία να στρέφουμε πού και πού το κεφάλι στον ουρανό και να σιγοψιθυρίζουμε “αν με ακούς, είμαι εδώ”. Κι αυτό είναι το πιο ισχυρό δέσιμο που μας ενώνει. Αυτό μας κάνει ανθρώπους. Άτσαλους, ανυπεράσπιστους μα πέρα για πέρα γοητευτικούς.