Περπατάει με προσοχή, μην πατήσει τις κάθετες και οριζόντιες γραμμές των πεζοδρομίων.
Το άθροισμα κάθε λέξεων σε μια πρόταση πρέπει απαραιτήτως να είναι επτά ή έντεκα ή δεκάξι.
Το ξυπνητήρι θα χτυπήσει αυστηρά στις επτά και δώδεκα, σύνολο δεκαεννιά, δηλαδή ένα.
Και οι κουταλιές καφέ θα είναι πάντα δύο.
Το πρωί θα ανοίξει τα παράθυρα να μυρίσει ήλιο. Και θα μείνει εκεί για λίγα λεπτά, με τη θαμπάδα του ύπνου να γεμίζει το βλέμμα.
Κάποιες φορές επαναστατεί.
Δε θα μετρήσει τις λέξεις, δε θα βάλει ξυπνητήρι, δε θα κοιτάει τις γραμμές. Θα τις πατήσει.
Και για λίγες στιγμές στη διάρκεια μιας μέρας θα το πετύχει. Και θα χαμογελάσει, θα το χρίσει προσωπικό της άθλο.
Πριν καλά καλά όμως το καταλάβει, θα ξαναβρεθεί δέσμια στα κουτάκια της. Μόνη.
Δύσκολο να βρεις παρέα να χωρέσει στα κουτιά.
«Άσε που θα μου χαλάσουν το σχήμα», θα σκεφτεί.
«Θα θέλουν να απλώσουν χέρι, πόδι, να βάλουν αγκώνα στη γωνία, να τραβήξουν τη μια πλευρά πάνω, την άλλη κάτω. Εξάγωνο θα το κάνουν το κυβάκι μου. Όχι δε χωράει άλλος.», καταλήγει.
Πόσο θα μεγάλωνε το κουτάκι αν χωρούσε ένας ακόμη.
Θα μεγάλωνε με τρόπο μαγικό, όσο μαγική φαίνεται η κίνηση που κάνουν τα παγόνια καθώς αποκαλύπτουν τα φτερά τους. Εκείνη δεν το ξέρει όμως.
Γρήγοροι βηματισμοί στο παρκέ την ξύπνησαν άτσαλα και απότομα.
Τους υποδέχτηκε με ένα κατσαβίδι στο χέρι.
– Τι κάνετε εδώ; Ποιος σας άνοιξε;
– Εσύ τι κάνεις έτσι ντυμένη;
– Η βιβλιοθήκη, είπα να τη φτιάξω επιτέλους.
– Δυο χρόνια οι τάβλες μες στο σπίτι, σήμερα σου ήρθε;
– Nα σας βάλω λίγο νεράντζι;
Oι άνθρωποι στο δρόμο χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.
Σε αυτούς που σχεδόν ουρλιάζουν σα να είναι στο γήπεδο και στους άλλους, τους σιωπηλά σκυφτούς που μετράνε τα τετραγωνάκια.
Σε μια γωνία, θα υπάρχει ένα ακορντεόν να παίζει κάτι από Piazzola. Αλλά και αν δεν υπάρχει, ο δεύτερος θα το φανταστεί. Και τότε θα αρχίσει να πηδάει τα τετραγωνάκια, χορεύοντας.
Τα νεράντζια τα μάζεψε από την Καλλιθέα.
Η συνταγή είναι της γιαγιάς της απ΄την πόλη. Με μπόλικη κανέλα. Εκεί είναι το μυστικό λέει.
Τη φτιάχνει κάθε Δεκέμβρη και κάνει ένα καζάνι ολόκληρο.
Τα νεράντζια στην Αθήνα, πέφτουν στο δρόμο, τα πατάνε οι τροχοί των αυτοκινήτων, γίνονται κουβάρια από λάσπη και περιττώματα σκύλων στις άκρες των πολυκατοικιών.
Τα νεράντζια των πόλεων είναι πολύ αδικημένα.
Τελευταία, κάνει εξαιρετικούς διαλόγους με τον εαυτό της.
Εκείνη στην μία πολυθρόνα και η άλλη εκείνη, στην απέναντι. Συνήθως καυγαδίζουν και καταλήγουν να κοιμούνται μαλωμένες.
Το επόμενο πρωί ο ήλιος θα αμβλύνει ξανά τις εντυπώσεις. Όπως όλες οι πρωινές σκέψεις, φαντάζουν λογικότερες.
Έχει αρχίσει να φοβάται τις νύχτες. Ίσως πρέπει να αλλάξει τις ώρες στο ξυπνητήρι.
Η βιβλιοθήκη, δυο χρόνια παρατημένη, κειμήλιο του τελευταίου ιδεατού της έρωτα.
Ήταν ένας έρωτας μεγαλειώδης, κινηματογραφικός, τέλειος.
Και όπως όλοι οι σπουδαίοι έρωτες, τελείωσε καταστρεπτικά, αφήνοντας πίσω του, μια αμοντάριστη βιβλιοθήκη.
Κανένας από όσους ακολούθησαν στο μέλλον, δεν στάθηκε ικανός να συγκριθεί με εκείνον.
Η ζυγαριά έγερνε πάντα δυσανάλογα πολύ προς την πλευρά του και έτσι εκείνη αποφάσισε να χτίσει με τις τάβλες το προσωπικό της τείχος.
Μόνο που αυτός ο έρωτας, δεν υπήρξε ποτέ.
Η βιβλιοθήκη βρισκόταν στο διαμέρισμα της Καλλιθέας, πολύ πριν πάει εκείνη.
Την είχε αφήσει ο προηγούμενος ενοικιαστής μιας και δεν κατόρθωσε να την πουλήσει.
Είχε κολλημένα αυτοκόλλητα carnation, που της πήρε περίπου 2 εβδομάδες να ξεκολλήσει με τη σπάτουλα. Όταν μετά από κόπο τα κατάφερε, τα σημάδια που είχαν αφήσει, την εξόργισαν.
Αποφάσισε να τη ξεμοντάρει από την αρχή.
Όσο έχωνε με δύναμη τα εργαλεία, τόσο το ξύλο διαλυόταν. Το πάτωμα είχε γεμίσει από θρύμματα, όψη μαραγκούδικου.
Μίσησε τη βιβλιοθήκη, το πάτωμα, τον carnation.
Και την παράτησε για χρόνια στο χολ μεταξύ κουζίνας και καθιστικού.
Με τα ξύλα έκανε αρκετές κατασκευές κατά καιρούς.
Άλλες φορές σχημάτιζε τραπέζι, άλλες τα κάρφωνε στον τοίχο και στόλιζε επάνω τους την αγαπημένη της συλλογή με βάζα, άλλες απλώς τα χρησιμοποιούσε σαν καμβά.
Δεν ξανασκέφτηκε να φτιάξει τη βιβλιοθήκη.
Άλλωστε τα βιβλία της, όπως συνηθίζει να λέει, τα θέλει ξαπλωμένα, να ξεκουράζονται οι γραμμές.
Θα μπορούσε βέβαια να τα στοιβάξει οριζοντίως, ίσως όμως έτσι κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο να μη μπορούν να ανασάνουν.
Iδανικά τα θέλει να κολυμπάνε.
Δεν πάνε πολλές μέρες πριν, όταν ένα βράδυ αποφάσισε να κάνει μπάνιο τους δίσκους, τα βιβλία και τις αγαπημένες τις πορσελάνινες κούκλες που είχε σε μια κούτα.
Γδύθηκε και εκείνη, για να μη ντρέπονται.
Το διαμέρισμα της Καλλιθέας, δεν είχε μπανιέρα, θα έπρεπε να γεμίσει νερό το σαλόνι.
Κατέβασε τα ρολά, έκλεισε τις μπαλκονόπορτες όσο καλύτερα μπορούσε και άφησε τις βρύσες ανοιχτές να τρέχουν. Εκείνη χόρευε και τραγουδούσε ευτυχισμένη.
Δεν πέρασε πολύ ώρα, όταν οι γείτονες άρχισαν να χτυπάνε το κουδούνι, γιατί το νερό έσταζε σιγά σιγά από τα ταβάνια τους.
Πανικόβλητοι έσπασαν την πόρτα.
Γυμνή και ανεβασμένη στον καναπέ, έκανε φιγούρες με μια ροζ πουά ομπρέλα, ανάμεσα σε επιπλέουσες σελίδες. Χαμένη ως ήταν, τους κάλεσε στο γλέντι.
Κάλεσαν την αστυνομία.
Στο τμήμα συστήθηκε ως Μαίρη Πόπινς.
Λίγες ώρες μετά την άφησαν ελεύθερη, επιπλήττοντας την.
Γύρισε σπίτι και κρέμασε τα βιβλία και τα βινύλια με μανταλάκια στο μπαλκόνι.
Υποσχέθηκε στους γείτονες πώς δε θα τα ξανακάνει μπάνιο στο σαλόνι.
Δεν την πίστεψαν και την απείλησαν με έξωση.
Συμφώνησε να τους δώσει από ένα αντίγραφο των κλειδιών του διαμερίσματος, για να την ελέγχουν.
Δεσμεύτηκε ότι θα ξεκινήσει θεραπεία και αγωγή.
Κοίταξε τη βιβλιοθήκη οργισμένη.
«Εσύ η ρίζα του κακού τελικά.»
Άρχισε να τη μοντάρει για να στοιβάξει επάνω της καθέτως όλα τα βιβλία.
Καθώς βίδωνε τα ράφια, ήρθαν οι δύο κόρες του γείτονα να της υπενθυμίσουν το απογευματινό της ραντεβού στον γιατρό.
Δείχνει να έχει ξεχάσει, όλα όσα προηγήθηκαν. Με το ζόρι, πηγαίνει.
Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα, τα ξύλα δεν είναι πια εκεί. Ούτε η συλλογή με τα βάζα.
Τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα της, έχουν αντικατασταθεί από πλαστικά.
Η ομπρέλα, έχει μείνει μισή και το χερούλι αγνοείται.
Η κούτα με τις πορσελάνινες κούκλες έχει γεμίσει από χαρτοπόλεμο, το ξυπνητήρι είναι σπασμένο στο νιπτήρα της τουαλέτας και τα νεράντζια πεταμένα στο πάτωμα.
Αγκαλιάζει με ορμή ένα μαξιλάρι, χώνει την άκρη του στο στόμα της, κλείνει με δύναμη την πόρτα και τρέχει στο δρόμο πατώντας στις γραμμές των τετραγώνων.