«Αυτό που με γοητεύει περισσότερο σε σένα, είναι το ίδιο που με τρομάζει και με απομακρύνει. Ο παρορμητισμός σου. Είσαι τρελή και αλλοπρόσαλλη», της είπε και την άφησε έξω από τη στάση του μετρό.
Ήρθε μετά στο σπίτι μου, να με βρει.
Ανοίξαμε ένα τσίπουρο που είχε ξεμείνει από το τελευταίο ταράτσα-πάρτι και πιάσαμε να μετράμε ήττες.
Όσες μπορούν να μετρηθούν, όσες θυμόμαστε, όσες μας ένοιαζαν ακόμα.
Ζαλισμένοι τρεις ώρες αργότερα, χαζεύαμε τα φώτα στον Υμηττό κι ανοίγαμε νέα κουβέντα, για περασμένα κι απωθημένα.
Από αυτές τις κουβέντες που νηφάλιος ποτέ δεν ανοίγεις και που μεθυσμένος δε θέλεις να τελειώσεις.
Αυτές, που σχεδόν πάντα κάνεις με όλους τους άλλους, πλην του άμεσα ενδιαφερόμενου.
Ο Δημήτρης στο σπίτι μου στις πέντε το πρωί, καθισμένος στο τσιμέντο, μου συζητούσε για την Ελένη.
Την Ελένη που τον μπέρδευε, που τον αποπροσανατόλιζε, που δε μπορούσε ποτέ να προβλέψει και να καταλάβει.
Τη «θεοπάλαβη», όπως έλεγε, που βρέθηκε στη ζωή του για να την ξεβολέψει και να την ανατρέψει.
Που την έδιωξε, γιατί δε μπορούσε να την ερμηνεύσει και να τη διαχειριστεί.
Την Ελένη που λίγες ώρες πριν, είχε αφήσει στην κυλιόμενη του μετρό να τον κοιτάζει απορημένη.
Την Ελένη που τον τρόμαζε.
Έρωτες που ατόλμησαν, που σταμάτησαν στη μέση, που αυτοσφαγιάστηκαν.
Που τελείωσαν απότομα.
Έρωτες με σύντομη ημερομηνία λήξης.
Τ’ αυριανά σου απωθημένα και κατά πάσα πιθανότητα, τα σημερινά σου «γιατί».
Ο λόγος που πολλές φορές το βλέμμα σου μένει απλανές και η insomnia σου χτυπάει την πόρτα.
Είναι ύπουλοι, σχεδόν σα γρίπη.
Εμφανίζονται ξανά στο μυαλό σου απροειδοποίητα, ενώ εσύ διαμηνύεις πως ξεμπέρδεψες από δαύτους.
Μήνες ή και χρόνια μετά, όταν με ένα Post-it παραπεταμένο πίσω απ’το σύνθετο του σαλονιού ή με μια καλά κρυμμένη οδοντόβουρτσα, μεταμορφώνεσαι ξαφνικά στην πιο κλισέ εκδοχή του εαυτού σου και για μερικές στιγμές νιώθεις έτοιμος να δώσεις κλοτσιά σε οτιδήποτε έχεις χτίσει ως τότε στην στρωμένη καθημερινότητά σου και να πας να τους βρεις.
Τις περισσότερες φορές όμως, δε θα το κάνεις.
Αυτοί οι έρωτες, έχουν κάτι το κινηματογραφικά αρλεκινίστικο κι αυτό γοητεύει κι εθίζει.
Οι άνθρωποι αρέσκονται στο αυτομαστίγωμα.
Πώς αλλιώς να εξηγηθεί τόση αβουλία μαζεμένη;
Τόσες βεράντες να συζητάνε τα χαράματα;
Θα ξημερώσει και υπόσχεσαι στον εαυτό σου πως θα το κρύψεις από «όσα βλέπει η πεθερά»,
Θα φιμώσεις τα «γιατί» που εμφανίζονται από το πουθενά κάθε τρεις και λίγο.
Θα σκοτώσεις τα «αν», που θα ‘ναι λίγο πιο πεισματάρικα.
Θα ερωτευτείς ξανά, θα παντρευτείς, θα τεκνοποιήσεις και όλα θα είναι ήρεμα και ισορροπημένα.
Ίσως και όχι όμως.
Υπερτιμημένη αρετή η ηρεμία, ακόμη πιο υπερτιμημένοι οι οπαδοί της.
Οι φαινομενικά γαλήνιοι, όσοι διαφημίζουν το ρεαλισμό και τη νηνεμία τους.
Δέχομαι να χωρίζουν οι άνθρωποι, μόνο αν δεν αγαπιούνται πια.
Ή, αν δεν αγαπήθηκαν ποτέ.
Τους χωρισμούς γιατί μας έφαγε η απόσταση, η γκρίνια της μάνας, η τρομάρα μας ή η διαφορετικότητα του ενός προς τον άλλο, η δυσπιστία τού «είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό» που έχει μονόδρομο αυτοεκπληρούμενες προφητείες και η αυτοκαταστροφή, δυσκολεύομαι να τους κατανοήσω και ποτέ δεν θα τους μετρήσω και ως ερωτικούς χωρισμούς.
Στην πραγματικότητα είναι χωρισμοί με τον εαυτό μας.
Χωρίζουμε από ένα κομμάτι του.
Αυτοκυριαρχούμε και του επιβαλλόμαστε με τον πιο λάθος τρόπο.
Η Ελένη σε μια άλλη ταράτσα, θα προσπαθεί να ερμηνεύσει τι έφταιξε.
Θα ενοχοποιεί την παρόρμησή και την τρέλα του χαρακτήρα της.
Θα σκέφτεται ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσει κι εκείνη τη λογική και τον κυνισμό της.
Ή, κάποια στιγμή θα πάψει να συζητάει για το Δημήτρη και θα το αποθηκεύσει στα ανεξήγητα.
Ωραίοι οι ρομαντικοί αναγνώστες του Καζαντζάκη, ακόμη ωραιότερο -και πολλές φορές παρήγορο- το «ό,τι δεν έγινε ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά», καθόλου ρεαλιστικό όμως.
Η θέληση δεν είναι, παρά το πρώτο βήμα.
Στους ασύμβατους έρωτες, το δεύτερο στερεότερο είναι η μαγκιά και η έλλειψή της πολλές φορές, επισκιάζει το πρώτο.
Ο Δημήτρης λίγο καιρό μετά μου σύστησε τη Βάσω, που καθόλου παρορμητική δεν ήταν και που η μαμά του χάρηκε πολύ όταν τη γνώρισε.
Μια Βάσω χαμηλών τόνων, εντελώς συμβατή του και κατά τα άλλα συμπαθέστατη.
«Κάνα νέο από την Ελένη, έχουμε;» τoν ρώτησα στα μουλωχτά.
«Μπα, όχι. Όλο και κάποιον κακομοίρη θα ταλαιπωρεί με τις παλαβομάρες της», μου σφύριξε.
Τώρα, γιατί εγώ θυμάμαι ότι άκουσα και ένα μικρό αναστεναγμό μετά το σφύριγμα, δεν ξέρω, θα σας γελάσω.
Revised Edition. Πρώτη Δημοσίευση: eyedoll.gr