Παρκάραμε στα αριστερά της Καλλιρρόης και βγήκε ο Κώστας να αγοράσει τσιγάρα, απ’το περίπτερο της Φραντζή.
Αφηρημένη σκάλιζα το κινητό μου, όταν τον είδα να σέρνει τα πόδια του στο πεζοδρόμιο.
Μια τραγιάσκα στο κεφάλι, υφασμάτινο σκουρόχρωμο παντελόνι, πουκάμισο ελαφρά ξεκούμπωτο, μάτια στο πλακάκι. Τα πλακάκια των δρόμων και οι κατράμι κολλημένες τσίχλες, αν το καλοσκεφτείς, σχηματίζουν ένα μωσαϊκό πρώτης τάξεως κι εκείνος έμοιαζε να χαζεύει την τέχνη της βρωμιάς.
Δε βιαζόταν καθόλου, δεν έδειχνε να ξέρει που πηγαίνει. Απλώς περπατούσε, αργά και νωχελικά. Τόσο μυστήρια, που όταν πέρασε δίπλα απ’το κατεβασμένο παράθυρο του συνοδηγού και με κοίταξε φευγαλέα για δευτερόλεπτα, αισθάνθηκα σχεδόν τρόμο.
Έτσι μας έχουν καταντήσει τα δελτία ειδήσεων. Να τρομάζουμε με τις ματιές. Την προσπέρασα γρήγορα τη σκέψη και το θεώρησα τη μικρή ημερήσια επανάστασή μου, στη σαπίλα των καιρών. Του χαμογέλασα.
Μέχρι να επιστρέψει ο Κώστας στη θέση του οδηγού και να βάλουμε μπρος, εκείνος δεν είχε ακόμα στρίψει στη Φραντζή.
Κάναμε αναστροφή, κατηφορίσαμε τη Συγγρού και σε μια υπόγεια στοά προς Νέα Σμύρνη, τον ξανάδα. Θα ορκιζόμουν πως ήταν ο ίδιος. Η τραγιάσκα όμως έλειπε.
Ίδιο βήμα, ίδιο βλέμμα, η ίδια ωδή στη μοναξιά.
Τα ξημερώματα η Αθήνα, βρωμάει από μακριά εγκατάλειψη. Εγκατάλειψη και μελαγχολία.
Πέρα απ’τα ρακομελάδικα του Μοναστηρακίου, τις μπουάτ της Πλάκας και τα τζαζάδικα του Κολωνακίου, οι άνθρωποι υποφέρουν και περπατάνε τη νύχτα, μετρώντας τις κολλημένες τσίχλες στα πεζοδρόμια.
Δεν είναι τα πρεζόνια, δεν είναι οι άστεγοι. Δεν είναι όλοι αυτοί που έχουμε συνηθίσει να στήνουμε στο απόσπασμα, που ο πόνος τους δε μας αφορά, γιατί ενδόμυχα θεωρούμε πως τον έχουν επιλέξει. Δεν είναι αυτοί που θα κατηγορήσουμε ή θα οικτίρουμε.
Σπουδαία υπόθεσις το κατηγορώ και ο οίκτος. Αποστασιοποιείσαι απ’τη δυσωδία. Δε σε αγγίζει λες, δε σε ενδιαφέρει. Αποστρέφεις το βλέμμα, ξεχνάς και ξεχνιέσαι.
Αυτοί οι ξένοι όμως, ήταν η γειτόνισσά μου, ο κολλητός μου, η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο εαυτός μου.
Μέχρι να ανέβουμε στο λόφο μέτρησα συνολικά επτά μοναχικούς περιπλανώμενους. Κανένας τους δεν έδειχνε να απολαμβάνει τη βόλτα.
Τη νιώθεις τη δυστυχία, αποκαλύπτεται στο βλέμμα. Κι αν το αμάξι έτρεχε πολύ και δεν μπορούσα πάντα να διακρίνω τις ματιές τους, τη μαρτυρούσαν οι ώμοι οι σκυμμένοι. Οι πλάτες οι καμπουριασμένες. Τα πέλματα που με το ζόρι τρίβονται στην άσφαλτο, λες και πίσω από κάθε βήμα ακούγεται η σκέψη «έλα σήκωσε το το ρημάδι και θα πας όλο και πιο μακριά απ’τη θλίψη.»
Καταλήξαμε στα βραχάκια της Ακρόπολης, όπως κάθε Αθηναίος που σέβεται την πόλη και την παρέα του.
Κι ενώ είχε ήδη αρχίσει να ξημερώνει και οι βράχοι ήταν γεμάτοι ζευγάρια με κιθάρες, με τσιγάρα, με σουβλάκια, εγώ σκεφτόμουν αυτούς τους επτά.
Προσπαθούσα να φανταστώ τις ιστορίες τους, αυτούς που (δε) θα τους περίμεναν στο σπίτι, τις τσίχλες που φτύσανε στο πεζοδρόμιο.
Τους φανταζόμουν να αγοράζουν τυρόπιτα, από το Γιαννιώτικο στην πλατεία Ομονοίας και να μοιράζουν ψίχουλα στα περιστέρια. Να στριμώχνονται στο μετρό, να φτάνουν σπίτι μεσημέρι, να κοιμούνται με τα ρούχα στον καναπέ και την τηλεόραση αναμμένη.
Και τότε ντράπηκα.
Ντράπηκα για το χέρι που μου χαϊδεύει την πλάτη όταν κοιμάμαι, ντράπηκα για τα τηλέφωνα που θα απαντήσουν όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας κι αν καλέσω, για τα ψίχουλα που προτίμησα να πετάξω σε κάδους και νεροχύτες.
Ντράπηκα για το στιγμιαίο τρόμο που ένιωσα στο χαμόγελο της τραγιάσκας, για το «θες παρέα;» που δε ρώτησα, για την ανοσία που έχουμε πάθει στη δυστυχία.
Επειδή όμως κι εγώ, όπως κι εσύ, είμαι ένα εγωπαθές κάθαρμα, ξεχάστηκα γρήγορα.
Ξεχάστηκα και την επόμενη φορά που συνάντησα τη δυστυχία μπροστά μου, έκλεισα αυτιά και μάτια. Παρασύρθηκα στον μικρόκοσμό μου. Το μικρόκοσμό που παραμυθιάζομαι ότι αν καταφέρω και τον κάνω συμπαθητικό, μεμιάς ομορφαίνει ολόκληρος ο κόσμος.
Πέντε λεπτά. Πέντε λεπτά ακριβώς διήρκησε αυτή η ψυχρολουσία.
Πρόλαβα όμως να συνειδητοποιήσω, πως όσο υπάρχει έστω κι ένας μοναχικός περιπλανώμενος τις νύχτες, ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.
Κι αυτό που και που, φροντίζω να μου το υπενθυμίζω.