Αμφιταλαντεύομαι για το αν η ζωή αντιγράφει την τέχνη ή το αντίστροφο, ξέρω όμως με σιγουριά ότι πολλές φορές η μία έσπρωξε την άλλη σε αρκετά αυθαίρετα συμπεράσματα. Τα περισσότερα τραγούδια οδυρμού γυροφέρνουν ένα μοτίβο που στα σίγουρα στον πληγωμένο παρέχουν μεγάλη παρηγοριά εκείνη τη στιγμή, παράλληλα όμως τον υποβάλλουν σε λοβοτομή.
Απ’ το “στα ‘δωσα όλα κι έμεινα στον άσσο”, μέχρι το “τι έκανα για πάρτη μου, τι έκανα για μένα” κι από εκεί στο “για σένανε μπορώ” και το “εγώ για σένα”, τα συμπεράσματα είναι σαφή: Αφενός ότι στιχουργικά έχουμε πάψει εδώ και καιρό να πρωτοτυπούμε κι αφετέρου οτι θυσιαστήκαμε. Θυσιαστήκαμε κι αυτό δεν εκτιμήθηκε, δεν ανταποδώθηκε, μείναμε με τη γενναιοδωρία αμανάτι και την ανιδιοτέλειά μας κάδρο στο σαλόνι να ‘χουμε να καμαρώνουμε, να καθυστερήσει κι άλλο η συνειδητοποίηση. Ένα πρώτο βήμα που ίσως βοηθήσει είναι να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια. Ξέρω ότι είναι πολύ εύκολο να αναγνωρίσουμε την απουσία της στους άλλους, η αλήθεια όμως είναι ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν υπάρχουν διακρίσεις. Δεν υπάρχει σε κανέναν και για κανέναν. Είναι μια πολύ ωραία λέξη, εύηχη, κουλτουριάρα και βαρύγδουπη. Καμαρώνεις να την ακούσεις απ’ το πεντάχρονο ανίψι σου, είναι σοφιστικέ για κουβέντα σε cocktail καταστάσεις και βολεύει και για δεκάδες ρίμες. Εκεί ξεκινάει κι εκεί τελειώνει η χρησιμότητά της.
Μέσα σε κάθε “ανιδιοτελή” πράξη μας κρύβεται ένα κίνητρο ιδιοτέλειας, είτε αντέχει η ιδιοσυγκρασία μας να σηκώσει αυτή την παραδοχή, είτε όχι.
Το κίνητρο δεν είναι απαραίτητα σκόπιμο και συνειδητό, γι’ αυτό μην αρχίσετε να φέρνετε στο νου καταστάσεις που είστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι το κάνατε το καλό μόνο για χάρη του άλλου. Όλοι έχουμε τέτοιες στιγμές ν’ ανασύρουμε και ν’ απαριθμήσουμε. Πολλές φορές η ανταμοιβή μας θα είναι απλώς και μόνο η αγαλλίαση του ότι προσφέραμε. Αυτές οι φορές όμως στην πραγματικότητα δε θα ‘ναι όντως και τόσες πολλές. Τις περισσότερες υπάρχει ένα προσδοκώμενο φιλόδοξο αντίκρισμα: απ’ το να μας φερθούν παρομοίως, μέχρι το να χειραγωγήσουμε μέσω της έντονης προσφοράς μας.
Σαφώς και δεν είμαστε οι καλοί Σαμαρείτες που ορισμένοι φαντασιώνεστε. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είμαστε και τα καθάρματα που υποψιάζεστε. Για την ακρίβεια επιβεβαιώνουμε απλώς έναν απ’ τους πιο βασικούς νόμους της ύπαρξής μας. Δίνουμε για να λάβουμε. Τόσο απλό. Τρανή απόδειξη αυτού δεν είναι παρά το πόσο εξοργιζόμαστε όταν τελικά δε λαμβάνουμε. Αν υπήρχε η περιβόητη ανιδιοτέλεια προς τι τόση οργή; Γιατί κόβουμε μαχαίρι τις γενναιοδωρίες όταν πλέον ο άλλος δε μας ενδιαφέρει και κυρίως γιατί τόση επαναληπτικότητα στα τραγούδια;
Κι ακόμη κι αν στο ερωτικό είναι κάπως πιο εύκολο να ξεκαθαρίσουμε δράσεις κι αντιδράσεις, το πράγμα μπερδεύεται όταν μιλάμε για ανιδιοτέλεια και φιλία. Ή ακόμα πιο ζόρικα, για ανιδιοτέλεια κι οικογένεια. Ας μη γελιόμαστε ωστόσο· κι εκεί μία απ’ τα ίδια ισχύουν κι ας μεταφράζεται το αντίκρισμα σε έννοιες όπως αποδοχή, υπερηφάνια, διατήρηση θέρμης κι οικειότητας. Στις δε φιλικές κι οικογενειακές σχέσεις, παίζει εντονότερα κι ο παράγοντας της υποχρέωσης – ο πιο καταπιεστικός απ’ όλους τους λόγους για να προσφέρεις κάτι. Το κάνεις γιατί νιώθεις υποχρεωμένος, γιατί έτσι φέρεται ο σωστός κολλητός ή γιος, γιατί μέσα απ’ το δόσιμό σου ενισχύεις την εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου. Και για να γλυτώσεις από τυχόν Ερινύες. Και πάλι δηλαδή το κίνητρο δεν είναι παρά η δική σου ανακούφιση.
Στα ερωτικά η υποχρέωση παίρνει τη μορφή ενός αόρατου manual που προσπαθούμε ν’ ακολουθήσουμε κατά γράμμα, συνήθως για να κρατάμε τα νερά σε νηνεμία. Οι άνθρωποι ερχόμαστε στον κόσμο με προορισμό να σχετιστούμε αλλά πολλές φορές δεν ξέρουμε καν πώς πρέπει να το κάνουμε. Έτσι συμπεριφερόμαστε, παρατηρώντας τους άλλους γύρω μας. Τους γονείς μας, τα φιλικά μας ζευγάρια, όλα όσα προστάζει το Χόλιγουντ κι η λογοτεχνία. Εξαγοράζουμε με δώρα τη διαλλακτικότητα ή τη συγχώρεση του άλλου, χρησιμοποιούμε φράσεις κονσέρβες των οποίων την επιτυχία θεωρούμε εγγυημένη, συμβιβαζόμαστε ή προσπαθούμε για το “καλό” της σχέσης και φροντίζουμε να το υπενθυμίζουμε διαρκώς στον άμεσα ενδιαφερόμενο. Σαφώς κι η έννοια μας ούτε εδώ είναι μην και το ξεχάσει ή δεν το παρατηρήσει.
Βέβαια υπάρχουν κι εκείνοι που θα επιμείνουν -και θα το αισθάνονται- ότι μοναδικός σκοπός τους είναι να κάνουν τον άλλο ευτυχισμένο κι ότι η γενναιοδωρία τους πηγάζει από ατόφια, ακατέργαστη αγάπη. Όσο όμως ανιδιοτελής δεν είναι η γενναιοδωρία, άλλο τόσο δεν είναι κι η αγάπη.
Μόνο που αυτό δεν ξέρω αν θα ‘μαστε ποτέ έτοιμοι για να το κουβεντιάσουμε.