Υποψιάζομαι ότι πρόκειται για παρεξήγηση. Πρώτα να μάθεις να κρατάς το μπιμπερό, έπειτα να στέκεσαι όρθιος, να περπατάς, να μη δαγκώνεις τη ρώγα της μάνας σου, να πηγαίνεις τουαλέτα, να κρατιέσαι, να μην τραβάς τα μαλλιά της αδελφής σου, να ‘σαι υπάκουος και κυρίως να μην εμπιστεύεσαι τους ξένους.

Μεγαλώνεις· μαζί σου κι οι προσδοκίες των άλλων από σένα. Πρέπει ν’ αποδειχτείς αντάξιος αυτών των προσδοκιών, υπάρχει ένα πλάνο που σε περιμένει να το εκπληρώσεις, ένα πλάνο απ’ το οποίο αν παρεκκλίνεις κάποιους θα πληγώσεις κι οι άνθρωποι καμιά φορά όταν πληγώνονται παύουν ν’ αγαπούν – ή έστω έτσι προειδοποιούν. Και χωρίς την αγάπη των άλλων, τι θα ‘σαι;

Μεγαλώνεις και συλλέγεις γνώση, σε μεγάλο ποσοστό της εντελώς άχρηστη γνώση, μόνο που τότε δεν το ξέρεις ή κι αν το υποψιάζεσαι ουδείς θα ενδιαφερθεί ν’ ακούσει για ώρα τους προβληματισμούς σου. Σ’ ένα σύστημα παιδείας που προετοιμάζει αυριανούς παίκτες τηλεπαιχνιδιών κάπου αγνοείς την ίδια σου τη φύση. Δεν έχεις δικό σου πλάνο όχι μόνο γιατί υπάρχει το προκαθορισμένο που σε περιμένει αλλά κυρίως γιατί έμαθες τόσα, εκτός από εσένα. Συμπληρώνεις αυτοματοποιημένα ένα μηχανογραφικό για κάτι που θα σου διασφαλίσει το όπου φύγει-φύγει ή την επιδοκιμασία που λαχταράς. Άλλωστε γι’ αυτό το χτύπημα στον ώμο, για το πολυπόθητο “μ’ έκανες υπερήφανο” έγιναν όλα. Προβάρεις ρούχα και χαμόγελα μπροστά σ’ ολόσωμο καθρέφτη. Είσαι όμορφος, μα αν δε στο πουν, δεν είσαι. Είσαι ικανή αρκεί κάποιος να στο υπενθυμίζει. Δεν αντέχεις ούτε ένα σινεμά να πας μόνος, φοβάσαι λες μη σε περάσουν για καημένο ή τρελό, ασήκωτη η παραδοχή της ανησυχίας μήπως και δε σου κάνεις καλή παρέα.

Γίνεσαι 25, 30, 35. Βιοπορίζεσαι, ταξιδεύεις, σχετίζεσαι κι εξακολουθείς να σε κρίνεις και να σ’ αξιολογείς μέσα από προσδοκίες κι εντυπώσεις. Αυτές τις ίδιες κυρίες που σε μεθύσια και κρίσεις αποφασιστικότητας υποσχέθηκες ν’ αγνοείς, θεωρία από πράξη όμως απέχουν περισσότερο από μερικές αναλαμπές.

Παντρέυεσαι χωρίς να το πολυθές, γιατί κουβαλάς το χρέος της χαράς των άλλων ή γιατί γίνεσαι θύμα -και ταυτοχρόνως θύτης του εαυτού σου- ψυχολογικών εκβιασμών. Σου λένε ότι θα σ’ εγκαταλείψουν, όπως τότε που σ’ έστελναν μόνο για τιμωρία στο παιδικό σου δώματιο. Και τότε και τώρα, κοινό το μοτίβο, ολοίδια η απειλη: η εγκατάλειψη. Και προκειμένου να μην εγκαταλειφθείς, κάνεις αυτό που ξέρεις καλύτερα· συμμορφώνεσαι, σε πείθεις, θα συνηθίσεις. Τόσα συνήθισες.

Πηδιέσαι χωρίς να το πολυθές, γιατί υπάρχουν και σωματικές ανάγκες, γιατί πρέπει με κάτι κι εσύ να συνεισφέρεις στις γαργαλιστικές συζητήσεις της ομήγυρης και γιατί πού ξερεις, ίσως μέσα από ένα άκυρο, μεθυσμένο ή βιαστικό κρεβάτι ο άλλος δεν προλάβει να δει όλα εκείνα που κρύβεις επιμελώς, θα τον θαμπώσουν οι επιδόσεις σου. Ατέλειωτα τα επιχειρήματα: Κώδικας επικοινωνίας το σεξ, στήνουν χορό οι ενδοφρίνες, χάρισε ένα τέτοιο κοκτέιλ στον άλλον και θα του μείνεις αξέχαστος, αν όχι σήμερα, πότε; Αν όχι εσύ, ποιος; Κάν’ το, μην είσαι συντηρητικούρας, δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα απ’ την επαφή. Όντως. Δεν υπάρχει. Ποια επαφή όμως; Πόσοι ξύπνησαν ευτυχείς μετά από ξεπέτα, πόσοι έψαχναν την πόρτα διαφυγής και πόσοι ντροπιασμένοι κι αμήχανοι κρύφτηκαν πίσω δικαιολογίες υπερφορτωμένου προγράμματος;

Είμαι σχεδόν πεπεισμένη ότι πρόκειται περί παρεξήγησης κι όχι πλεκτάνης. Εκείνοι που δε μας δίδαξαν την αναγκαιότητα του να μας ανακαλύψουμε, εκείνοι που τη μοναξιά μας την είχαν γι’ απειλη, εκείνοι που έκαναν ότι μπορούσαν για να μας προετοιμάσουν ν’ ανήκουμε σ’ αγέλες κι όχι στους εαυτούς μας, εκείνοι οι ίδιοι δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι. Πώς να διδάξεις κάτι που δεν κατέχεις, πώς να εμπνεύσεις κάτι που αγνοείς;

Πριν τρεις μέρες, νύχτα καθημερινής, πήγα για μια μπίρα σ’ ένα ήσυχο μπαρ στη Μιχαλακοπούλου. Στριφογυρνούσε γύρω απ’ τα κεφάλια μας μια εντυπωσιακή γυναίκα γύρω στα 50. Μιλούσε δυνατά, συζητούσε με τους πάντες, ήταν εύθυμη και πρόσχαρη, έκανε ό,τι μπορούσε να κραυγάζει αυτοπεποίθηση μα η έλλειψή της έκανε περισσότερο θόρυβο. Μέσα απ’ το μπαρ ήταν ο Διονύσης, ένα συμπαθητικό κι εμφανίσιμο αγόρι γύρω στα 25. Η ξανθιά καλοντυμένη γυναίκα τον προετοίμαζε ώρα πριν για την οσονούπω έλευση στο μαγαζί της κόρης της. Ήθελε να του τη γνωρίσει και φρόντιζε να του απαριθμεί τα πλεονεκτήματά της· μα καθώς του διαφήμιζε την κόρη και τις αρετές της ήταν ευδιάκριτο ότι ποθούσε να τον σαγηνεύσει η ίδια. Όταν τελικά λίγη ώρα αργότερα ήρθε στο μαγαζί το νεαρό κορίτσι, ούτε 17 χρονών καλά καλά, την έπιασε σφιχτά απ’ το χέρι και σχεδόν σαν τρόπαιο την έφερε στο μπαρ να συστηθούν με το Διονύση. Η μικρή, ένα πλάσμα αρκετά ντροπαλό και χαμηλών τόνων, ένιωθε αμήχανα γεγονός που μαρτυρούσε ξεκάθαρα τόσο η στάση του κορμιού της όσο κι η διστακτικότητά της στο να μιλήσει για τον εαυτό της. Ήταν όμως τέτοια η αγωνία της να σταθεί αντάξια των προσδοκιών της μάνας της, ώστε κλείνοντας τη μύτη της κατέβασε τη βότκα-σφηνάκι  που ο μπάρμαν τις κέρασε και επέδειξε παραδειγματική ανοχή στο να συζητά για κανά τέταρτο της ώρας με κάποιον που της ήταν ξεκάθαρα αδιάφορος όσο η μητέρα έτρεφε το ναρκισσισμό της.

Μπορεί σαν λαός να μην είμαστε ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με την εικόνα μιας μητέρας που προσπαθεί να πασάρει σε κάποιον την κόρη της αλλά αν παραλλάξουμε ελαφρώς το σενάριο και στη θέση του σκοπού βάλουμε μπαλέτα, διακρίσεις, αριστεύσεις, τότε γίνεται αρκετά πιο γνώριμο. Και στην περίπτωση της μάνας με το κονέ στον μπάρμαν και στην περίπτωση της μάνας που καίγεται για αριστεία, η ενδεχόμενη επιτυχία ή αποτυχία της κόρης θα βαραίνει τις πλάτες της δικές της. Η μάνα που δεν έζησε όπως θα ‘θελε κι έχει βρει το θάρρος να το παραδεχτεί στον εαυτό της αισθανόμενη πως η ίδια έχασε πια το πλοίο, θα κάνει σκοπό της ζωής της να μεταφορτώσει τ’ απωθημένα της στα παιδιά της. Αντιθέτως εκείνη που επίσης δεν έζησε όπως θα ‘θελε αλλά βρίσκεται και σε ταυτόχρονη εσωτερική άρνηση, τότε θα προσπαθήσει να επηρεάσει τα παιδιά της ν΄ακολουθήσουν κατά γράμμα τη δική της ζωή, ανακυκλώνοντας τη δυστυχία. Το ελαφρυντικό είναι ότι σύνηθως δεν το συνειδητοποιούν. Το εγκληματικό είναι πως παρά το ελαφρυντικό η ζημιά έχει γίνει: Αυτό το παιδί θ’ αγνοεί την ουσία του και θα ζει ισοβίως -ή μέχρι έστω να το αναγνωρίσει και να κάνει κάτι γι’ αυτό- εξαρτώμενο απ’ τη γνώμη των άλλων.

Έφυγα απ’ το μπαρ και για πολλή ώρα σκεφτόμουν αυτό το κορίτσι. Μου θύμισε ένα φίλο που ‘χει σκιστεί στα μεταπτυχιακά και παρ’ ό,τι έχει πατήσει τα 35 κι έχει μια αξιοζήλευτη καριέρα και μια πολύ όμορφη νέα οικογένεια, τρελαίνεται ν’ ανταποκριθεί σ’ ολους τους ρόλους της ζωής του κι υποφέρει τακτικότατα από κρίσεις άγχους. Αυτός ο φίλος πριν γνωρίσει την τωρινή του σύντροφο τραβιόταν για χρόνια με μια τύπισσα που φρόντιζε κάθε τρεις και λίγο να του τονίζει την ανεπάρκειά του. Συνήθως τον έλεγε άχρηστο και ακόμα συνηθέστερα τον έλεγε άχρηστο, όταν δεν έκανε επιτόπου κάτι που του ζητούσε. Συμπτωματικά ή όχι, άχρηστο τον έλεγε πάντα κι ο πατέρας του. Κι αν μετά απ’ τα πολλά “άχρηστος” βρήκε το θάρρος και σούταρε την γκόμενα παρά την καψούρα που της είχε, με τον πατέρα του η ιστορία εξακολουθεί κι ανα διαστήματα γράφεται δραματικά με τη λέξη “άχρηστος” να δίνει και να παίρνει, κάθε που ο φίλος μου αποτυγχάνει να κλείσει έναν καλό πελάτη ή κάθε που θα γρατζουνίσει τον προφυλακτήρα του αμαξιού του.

Όποιος έχει έστω μια μικρή εμπειρία από ψυχοθεραπεία θα ξέρει ότι απ’ τα πρώτα πράγματα που ειπώνονται στις αρχικές συνεδρίες είναι αυτός ο διαχωρισμός που οφείλει ο θεραπευόμενος να κάνει απ’ τον παιδικό εαυτό στον ενήλικα εαυτό. Πρακτικότερα, ο θεραπευτής ζητάει απ’ το θεραπευόμενο ν’ αποδεσμεύσει τη γνώμη που έχουν οι γονείς του για εκείνον απ’ τη γνώμη που ο ίδιος έχει για τον εαυτό του. Να ξεχάσει τις δικές τους προσδοκίες και να εστιάσει στις δικές του σε μια προσπάθεια να πλησιάσει όσο γίνεται την αυθεντικότητά του. Ασφαλώς και δεν είναι όσο εύκολο ακούγεται, αν σκεφτούμε ότι οι περισσότερες εντυπώσεις που έχουμε για εμάς βασίζονται σ’ οσα έχουμε συνήθισει ν’ ακούμε απ’ τους άλλους για εμάς. Ωστόσο από κάποια ηλικία και μετά είναι όντως κάπως υπερβολικό να έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους 30 και 40 και βάλε ετών και να εξακολουθούμε για όλα τα δεινά που τους τυγχάνουν να πιπιλάμε εσαεί την καραμελίτσα των αμαρτιών γονέων, όσο κι αν αυτή η καραμελίτσα έχει μεγάλη δόση αλήθειας. Το ατέρμονο πιπίλισμα καταλήγει τελικά στο να γίνεται μια προνομιακή δικαιολογία, διότι με τα χρόνια οι ένοχοι παύουν να είναι οι άλλοι και γιατί κριτές κι εντολείς παύουν να ‘ναι οι γονείς.

Αν κάνουμε ένα πρόχειρο πείραμα και ζητήσουμε απ’ τους ανθρώπους γύρω μας να μας μιλήσουν για τον εαυτό τους κι αν δε θέσουμε κάποιο ερώτημα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο μα το αφήσουμε λιγάκι φλου και γενικόλογο θα παρατηρήσουμε ότι οι περισσότεροι θα κομπιάσουν. Ο λόγος της διστακτικότητας δε θα ‘ναι -συνήθως- η ταπεινότητα αλλά η άγνοια και συνηθέστερα θα εκφραστεί κάπως έτσι “δε μου είναι εύκολο να μιλάω γενικόλογα για μένα, ρώτησέ με πιο συγκεκριμένα”. Το σκέτο “μίλα μου για σένα” τρομάζει όχι μόνο γιατί φαντάζει κάπως υπερδιεισδυτικό ή και αδιάκριτο αλλά κυρίως γιατί εκείνη τη στιγμή μας προσκαλεί σε μια φάση ενδοσκόπησης την οποία πολλοί από εμάς έχουμε αναβάλλει τόσο πολύ ώστε τελικά ακυρώσαμε πλήρως. Με την πιθανότητα ν’ ακουστώ υπερβολική έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι εξού κι η τόση έντονη ανάγκη να περιστοιχιζόμαστε διαρκώς από άλλους και να λαμβάνουμε την επιβράβευσή τους. Χτίζουμε προσωπικότητες μέσα από συναναστροφές μιμούμενοι τα -εσωτερικά μα κι εξωτερικά ακόμα- χαρακτηριστικά των διπλανών – και βεβαίως όχι όποιων κι όποιων διπλανών, μα όσων θαυμάζουμε ή όσων η εικόνα μας φαίνεται ελκυστική. Η μίμηση των γύρω δε μας διασφαλίζει μόνο την πολυπόθητη αποδοχή που τόση ανάγκη έχουμε αλλά κυρίως μας βγάζει απ’ τη δύσκολη θέση να μας γνωρίσουμε. Ο χαμαιλεοντισμός δίνει και παίρνει· αυτό μπορεί να το διακρίνεις μ’ ευκολία ακόμα και σε δυαδικές σχέσεις -και δη στις ερωτικές όπου σ’ αρκετές περιπτώσεις καταργείται εντελώς το Α’ ενικό πρόσωπο- αλλά το φαινόμενο εντείνεται όταν μιλάμε για πολυμελείς παρέες, είτε ομάδες και συλλόγους. Η αντίθετη γνώμη φέρνει γκρίνια. Κι η γκρίνια, απομόνωση. Και την απομόνωση δεν τη θέλει κανείς – κανείς που δεν αντέχει, δηλαδή δε γνωρίζει, τον εαυτό του.

Φανταστείτε το σαν ένα μενού εστιατορίου όπου ο σεφ έχει σημειώσει με αστερίσκο στην πρώτη σελίδα τα must try πιάτα. Το μενού σου σερβίρεται πλέον από νωρίς και από κάθε πιθανό μέσο. Πρέπει να είσαι αστειάτορας, πρέπει να είσαι δημοφιλής, πρέπει να είσαι κυνικός, πρέπει να είσαι απελευθερωμένος μα ρομαντικός συνάμα, πρέπει να είσαι επιτυχημένος, πρέπει να είσαι καλογυμνασμένος, αν είσαι γυναίκα πρέπει να ‘χεις φρύδια πυκνά και τοξοτά, αν είσαι άντρας πρέπει να ‘χεις μούσια, πρέπει να ‘σαι άτρωτος· κανείς δε συμπαθεί τις αδυναμίες, σκότωσέ τις, κουκούλωσέ τις, βρες τρόπο να τις βγάλεις απ’ τη μέση, σου χαλάνε τη μόστρα. Ένας εαυτός καταπιεσμένος επί μακρόν, ένας εαυτός στο περιθώριο όσο κι αν έχει εξαναγκαστεί να συμμορφωθεί ή να ξεχαστεί θα ‘ρχονται στιγμές που θα ζητάει ν’ αναδυθεί. Είναι εκείνες οι στιγμές για τις οποίες λίγο αργότερα θα σκέφτεσαι “μα πώς το είπα εγώ αυτό;” “πώς το έκανα αυτό το πράγμα;”, “πώς αφέθηκα τόσο;” και παρά την ενδεχόμενη συστολή ή και ντροπή -μιας και ο πραγματικός εαυτός λειτουργεί ενστικτωδώς και δε λογίζει από κανόνες και κατευθυντήριες- κάπου στο βάθος θα ‘χεις απολαύσει την εκτόνωση που θα του ‘χεις προσφέρει. Αν παρ’ όλα αυτά έχεις φρόντισει να ‘σαι τόσο ακριβής και τόσο αποσυνδεδεμένος τότε η αλήθεια θ’ αναδύεται μέσα από αϋπνίες, υπερφαγίες ή ανορεξίες, μέσα από πρόωρες εκσπερματώσεις, μέσα από φαινομενικά αναίτιες ξαφνικές εκρήξεις θυμού. Ασφαλώς οι μακαρονάδες κι οι τσόντες έχουν βραχυπρόθεσμες επιδράσεις και σύντομα θα επιστρέφεις στο ίδιο συναίσθημα του κενού. Άλλη μια τσόντα, άλλη μια καβάθα προφιτερόλ, κάτι για να μη νιώθει μόνος ο μόνος κι ας έχει άλλους εκατό τριγύρω.

Σε μια εποχή που ‘χει κάνει σύνθημα το “αγάπα σε!” η πραγματική πρόκληση δε βρίσκεται στο να σ’ αγαπήσεις αλλά στο να σε γνωρίσεις. Αυτός που συνήθως αγκομαχάς ν’ αγαπήσεις μέσα από υπερβάλλοντες εγωισμόυς, επάρσεις κι υπεραπαιτητικότητες δεν είναι εσύ. Το πραγματικό “εγώ” σου αρκεί να το αποδεχτείς και να του επιτρέψεις ν’ αναπνέει, αναγνωρίζοντάς του πως θα ‘ρχονται μέρες που θα το συμπαθείς και μέρες που θα το αντιπαθείς – κι αυτή η αμφιθυμία θα ‘ναι κι εντελώς ανθρώπινη. Προσπαθείς ν’ αγαπήσεις αυτόν που υποθέτεις ή θεωρείς ότι θ’ αγαπούσαν οι άλλοι, θες να σ’ αγαπήσεις γιατί είδες κάπου γραμμένο ότι για να σ’ αγαπήσουν πρέπει πρώτα να σ’ αγαπάς. Και πάλι οι άλλοι στο προσκηνίο. Και τον κανακεύεις τον ψεύτικο εαυτό, σου φαίνεται τόσο ελκυστικός κι αξιολάτρευτος  που απορείς πώς γίνεται να μην το βλέπουν κι οι άλλοι. Τον άλλον, εκείνον που υποτιμάς κι έχεις κλειδώσει στο υπόγειο του ‘χεις φορτώσει όλα εκείνα τ’ αντισέξουαλ, εκείνα που ο σεφ δε θα ‘βαζε ποτέ στα must try πιάτα του μενού. Η τελειοθηρία που επεκτείνεται στους γύρω και στ’ αποτελέσματα των σχέσεών μας μαζί τους είναι μια τελειοθηρία που αρχικά στοχεύει στο ίδιο το άτομο. Όπως δε σου επιτρέπεις λάθη, ελαττώματα κι αυθορμητισμούς έτσι δεν τα επιτρέπεις και στους άλλους. Κι ασφαλώς οι άνθρωποι χωρίς λάθη, ελαττώματα κι αυθορμητισμούς είμαστε τόσο μα τόσο βαρετοί… Αδιάφοροι συνομιλήτες επιδιδόμαστε σε διαρκείς διαγωνισμούς επιτευγμάτων και κεκτημένων. Βαριόμαστε κι οι ίδιοι τους εαυτούς αλλά κι όσους έχουμε επιλέξει για φίλους μας γιατί οι ίδιες οι συζητήσεις μας είναι ανιαρές, γι’ αυτό κι έχουν γίνει οι συσκευές μόνιμη προέκταση των χεριών μας. Συμβαίνει ένα σπουδαίο νέο στη ζωή μας και τρωγόμαστε να το μοιραστούμε καθώς μέσα απ’ τη ζήλια που θα προκαλέσουμε στον άλλον θα μεγεθύνουμε εσωτερικά το αίσθημα ικανοποίησής μας. Δε μας ενδιαφέρει όντως η ευτυχία μας, μας ενδιαφέρει η ευτυχία μας να είναι μεγαλύτερη απ’ των υπολοίπων. Μόνο τότε δε νιώθουμε δυστυχείς.

Οι σχέσεις γίνονται επιφανειακές κι εξαρτητικές, η ανταλλαγή κολακειών και συμφωνιών φαντάζει πιο επιτακτική απ’ την ανταλλαγή απόψεων, αφηγήσεων κι εμπειριών. Οι απόψεις μπορούν να περιμένουν, μπορούν και να προσαρμοστούν, οι αφηγήσεις δε μας ενδιαφέρουν. Οι επιμένοντες στην ουσία χαρακτηρίζονται από γραφικοί ως αιθεροβάμονες, το επιχείρημα της “αλάνθαστης” πλειοψηφίας επικαλείται τακτικά. Αφού οι πολλόι συμπεριφέρονται βάσει του ελκυστικού μενού, κάτι θα ξέρουν, κάτι θα κάνουν σωστά. Όσοι εκτίθενται και τσαλακώνονται φαντάζουν απειλητικοί στα μάτια των άλλων γιατί τους προκαλούν το άγχος πως κάπως παρόμοια θα πρέπει να δράσουν κι οι ίδιοι. Δε γίνεται να κολυμπά μόνο ο ένας κι άλλος να πλατσουρίζει εκεί που σκάει το κύμα. Γι’ αυτό και παρά τα τσιτάτα περί ετερώνυμων τείνουμε να επιλέγουμε συντρόφους που μας μοιάζουν. Ένας άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό του θα απογοητευτεί πολύ σύντομα από κάποιον που ‘χει μαύρα μεσάνυχτα γιατί δε θα μπορεί να επικοινωνήσει ουσιαστικά και θα πλήττει. Αντίστοιχα ο δεύτερος θα χάσει την έλξη του για τον πρώτο όταν διαπιστώσει ότι αυτός θα ‘χει αξιώσεις που δε θα ΄χει τη διάθεση να υποστηρίξει. Ο ένας θ’ απορρίψει τον άλλον και  θα βάλουν μπρος για τα πιο οικεία.

Ωστόσο και γι’ αυτούς που έχουν δουλέψει λίγο παραπάνω με τον πραγματικό τους εαυτό κι ας πούμε ότι κάπως τον πλησιάζουν, παραμονεύουν αρκετοί κίνδυνοι. Εκείνοι της έπαρσης, της εκούσιας απομόνωσης, της αδιαλλαξίας· κι εδώ είναι που γεννάται το εξής παράδοξο. Λες κι όσο περισσότερο σε πλησιάζεις, λες κι όσο σ’ αποδέχεσαι ή συνηθίζεις την παρέα σου, μετά σου φαίνεται φτωχή η παρέα των άλλων, προτιμάς ν’ απολαμβάνεις τους φανταστικούς διαλόγους του μυαλού σου, κοιτάς τους υπόλοιπους αφ’ υψηλού αισθανόμενος πως υπερτερείς επειδή απλώς σε παραμυθιάζεις λιγότερο συχνά. Εξίσου επιβλαβές κι αυτό κι αν το αφήσεις να σε παρασύρει σύντομα θα ξαναβρεθείς εκεί απ’ όπου ξεκίνησες, οι δύο όψεις ενός ίδιου νομίσματος.

Ίσως τελικά αυτή να ΄ναι κι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε: Πόσο έχουμε το θάρρος να είμαστε ισχυροί και ταπεινοί ταυτοχρόνως. Δηλαδή, ανθρώπινοι.

Να δείτε που σίγουρα πρόκειται για παρεξήγηση.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά