Κυριακή του Απρίλη κι εκείνη φτιάχνει γλυκό νεράντζι στην κουζίνα.

Κραουνάκης στο ραδιόφωνο και να σιγοτραγουδάει «…κι αφού δεν έχω κουραστεί, μαζί σου να ‘χω μοιραστεί, είκοσι χρόνια». 

Περπατάω στις μύτες των ποδιών, μην καταλάβει ότι ξύπνησα.

Την τραβάω από την άκρη του νυχτικού.

Φοράει εκείνο το μακρύ, μπλε σατέν, που τόσα χρόνια πέρασαν και ακόμα δεν μου χάρισε.

Της ζητάω μια κουταλιά. Με προειδοποιεί ότι καίει ακόμα.

Γκρινιάζω, δυσανασχετώ, κάνω ότι κλαίω.

«Κάτι που να μη μοιάζεις του πατέρα σου, υπάρχει;».

Γελάω. Το λέει πάντα τόσο αφοπλιστικά χαριτωμένα, που δεν μπορώ να θυμώσω.

Την αγκαλιάζω από τους γοφούς, τη σφίγγω, προσπαθώ να εγκλωβίσω τη μυρωδιά της στα ρουθούνια μου.

Λατρεύω το άρωμά της.

Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να συγκρίνεται μαζί του.

Θέλω όταν μεγαλώσω να την παντρευτώ. 

Με δελεάζει με μια τόση δα κουταλίτσα και με διώχνει να μαζέψω τα βιβλία μου, που είναι πεταμένα στο πάτωμα.

Χειμώνας, γύρω στο 94.

Eϊμαι χαρούμενη. Είναι Χριστούγεννα, το φροντιστήριο έχει κλείσει για τις γιορτές και την έχω τα απογεύματα στο σπίτι.

Στολίζει το δέντρο και ψήνει pancakes. Το γεμίζει με άχνη ζάχαρη.

Της την κλέβω και την απλώνω στα ροζ σεντόνια μου.

Είναι απόγευμα και με νανουρίζει με Sinatra.

Μου τραγουδάει και η προφορά της η εντελώς αμερικανική, με κάνει να γελάω.

Από το 86′ στην Ελλάδα, δεν πέταξε τη Νέα Υόρκη από πάνω της.

Στο σπίτι βρίσκει πάντα ένας τυχαίος επισκέπτης, pancakes, marshmallows και τα άπαντα του Frank. 

Αύγουστος του 96.

Έχω μόλις πατήσει αχινό στο Χαράκι. Οι πατούσες μου ματωμένες και ανάγλυφες.

Εγώ σε στάση Κολοσσού στηριζόμενη σε δυο βράχους, κλαίω και τη ζητάω.

Έρχεται με καθυστέρηση, γιατί μες στα αναφιλητά η φωνή δεν ακουγόταν μισό χιλιόμετρο μακριά.

Βγάζει ένα κίτρινο τσιμπιδάκι φρυδιών από την τσέπη και με ξαπλώνει ανάσκελα στο κύμα.

Θα πρέπει για άλλη μια φορά, να πληρώσω το απωθημένο της να γίνει γιατρός.

Σφίγγει το δέρμα μου και χώνει με δύναμη την τσιμπίδα στο πόδι μου.

Τσιρίζω από τον πόνο, της φωνάζω ότι τη μισώ, ζητάω το μπαμπά μου και του λέω να τη χωρίσει, που τολμάει και με πονάει τόσο η κακούργα.

Μου απλώνει ελαιόλαδο στις πληγές και μου απαγορεύει το παιχνίδι για τρεις μέρες.

Της ζωγραφίζω με τα χέρια τους τοίχους και την εκδικούμαι. 

Αύγουστος 02.

Γιορτάζω τα sweet sixteen μου. Εκείνη από το πρωί γυροφέρνει συγκινημένη στο σπίτι.

Λέει πως γιορτάζει κι εκείνη και απαιτεί να της λέμε χρόνια πολλά.

Με βγάζει για ψώνια και έχει βαλθεί να με κάνει γυναίκα πριν την ώρα μου.

Δέκα πόντοι τακούνι και ένα μεταξωτό λιλά φόρεμα, είναι το διαβατήριο μου προς τον κόσμο της θηλυκότητας.

Γυρνάμε σπίτι και της ζητάω να μου δείξει φωτογραφίες από τα δικά της δεκάξι.

Είναι και παραμένει η πιο όμορφη δεκαεξάχρονη που έχω δει στη ζωή μου.

Ξέρω ότι ποτέ δεν θα τη φτάσω. Και παραδόξως, δε με ενοχλεί καθόλου αυτό. 

Μάιος του 03 και ο φίλος μου ο Νίκος, επιμένει πως ήρθε η ώρα να μάθω να οδηγώ.

Της κλέβω το αμάξι.

Κάνουμε δυο σύντομους κύκλους στο αρχαίο στάδιο της Ρόδου και πολύ γρήγορα αποφασίζουμε, πως εντάξει, έμαθα.

Βγαίνουμε με τσαμπουκά στους δρόμους της πόλης.

Σε μια στροφή χάνω τον έλεγχο, γλιστράμε σε λάδια και πέφτουμε σε μια βιτρίνα.

Το σώμα μου ματώνει από παντού. Κυρίως από το σαγόνι που χτύπησε στο τιμόνι.

Έρχεται ένα ασθενοφόρο, γελάμε με τους τραυματιοφορείς, νομίζουν πως το νευρικό γέλιο που με έχει πιάσει είναι από το σοκ, μου βαράνε μια ηρεμιστική στον πισινό μπας και ηρεμήσω.

Φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Εκείνη την ειδοποιούν πως δεν πήγα στο ιδιαίτερο μαθηματικών. Μου τηλεφωνεί στο κινητό. Δεν απαντάω.

Το αμάξι της παρατημένο και ξεκλείδωτο μες στη βιτρίνα, στολισμένο με σουτιέν και κιλοτάκια. 

Ένας ρουφιάνος γιατρός με αναγνωρίζει.

-Βρε η Κεχαγιά δεν είσαι εσύ;

-Όχι, δεν είμαι.

-Κόψε τις βλακείες. Η μάνα σου το ξέρει;

-Όχι και μην της το πεις, σε παρακαλώ!

-Τι να μην της το πω, δεν θα σε δει; Διάλεξε, θα το πεις εσύ ή εγώ;

-Εσύ.

Φτάνει λίγα λεπτά μετά, με ταγέρ και παντόφλες.

Ανοίγει την πόρτα των επειγόντων και φωνάζει τ’ όνομά μου.

Τραβάω το νοσοκόμο από τη στολή και τον παρακαλάω να της πει ότι χρειάζομαι…ηρεμία.

Με κοιτάει με το βλέμμα που σημαίνει «θα τα πούμε εμείς».

Ζητάει το διευθυντή της κλινικής για να πάρει δεύτερη γνώμη για το σκίσιμο στο σαγόνι.

Του επιβάλλει να με βάλουν για αξονική.

Βγάζει το τηλεκοντρόλ του κλιματιστικού από την τσάντα και αρχίζει να τηλεφωνεί στον πατέρα μου.

Γυρνάμε σπίτι με ελαφρά διάσειση. Τη δική της.

Ορκίζεται και το τηρεί, να κάνει δέκα χρόνια να μου δώσει τιμόνι.

Είναι ελεγκτική, ανακατώστρα και υπερπροστατευτική.

Σκαλίζει κινητά, laptop, ημερολόγια.

Πέρασε από κόσκινο όλους τους αγαπημένους μου και μόνο ένας πιάστηκε στο δίχτυ. 

Της δίνω σε κάθε μου ταξίδι στο νησί να διαβάσει μερικά γραπτά μου και τα σνομπάρει επιδεικτικά.

Στο επόμενο ταξίδι τα βλέπω κορνιζαρισμένα πάνω από το τζάκι.

Δεν είναι η κλασική Ελληνίδα μάνα-νοικοκυρά και αυτό πολύ το γουστάρω.

Μέσα σε όλα με δίδαξε από μικρή, πως καριέρα και οικογένεια, συνδυάζονται περίφημα αν έχεις τη διάθεση και κυρίως αν δεν είσαι τεμπέλα.

Είναι μοντέρνα και παραδοσιακή ταυτοχρόνως.

Είναι κοκέτα και καμαρώνω να τη συστήνω στους φίλους μου.

Έχει γούστο στις τσάντες, τα παπούτσια και τα αρώματα. 

Δεν ήταν ποτέ η μαμά-φίλη και παλαιότερα το είχα μεγάλο παράπονο.

Ας πούμε ότι τώρα έμαθα.

Μου αρέσει που διατηρεί το ρόλο της, την επιλεκτική της αυστηρότητα, τα μυστικά της κι εγώ τα δικά μου.

Αν όμως δεν ήταν μάνα μου, θα ήμουν σίγουρα πολύ χαρούμενη να ήταν φίλη μου.

Ίσως με αυτή τη συνθήκη, της καβάντζωνα επιτέλους και το σατέν, μπλε νυχτικό.

Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά