Όσα δεν σου λέω, είναι όσα εννοώ περισσότερο.
Αυτά τα μεγάλα μυστικά, που τρέμω να υπενθυμίσω την ύπαρξή τους ακόμα και στον εαυτό μου, μην τυχόν και σπάσει η εικόνα που με κόπο έχω χτίσει μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο και παραλίγο να την πιστέψω και εγώ.
Όσα σου κρύβω, αν τα ενώσεις θα φτιάξεις το ολοκάθαρο παζλ μου.
Όχι αυτό που ανεβάζω στις ρετουσαρισμένες φωτογραφίες μου, το άλλο.
Τα ρετούς πέτα τα στην πρώτη σκουπιδιάρα που θα βρεις στα αριστερά του δρόμου.
Βάλε φωτιά στον κάδο και κάψτα.
Κάνε το ίδιο και στα δικά σου, να ‘χουν να κουβεντιάζουν.
Όσα φωνάζω πολύ, κατάλαβε επιτέλους, πως πρέπει να τ’ακούς λιγότερο από όλα.
Μάθε να εμπιστεύεσαι όσα σου ψιθυρίζω και σου παραμιλάω.
Αφουγκράσου τα, αγκάλιασέ τα, επένδυσε επάνω τους.
Kοίτα αγάπη μου τον κόσμο γύρω μας.
Τις ορδές ανθρώπων, εγκλωβισμένων ανάμεσα σε «(καθώς)πρέπει» και «μη», να προσπαθούν να χωρέσουν σε μια γωνιά τα «θέλω» τους.
Να γελιούνται, να νομίζουν πως το καταφέρνουν, να χαίρονται παραμυθιασμένοι και να το διαφημίζουν στους καθρέφτες τους.
Μη με αφήσεις ποτέ να γίνω ο καθρέφτης σου.
Μίλα μου, σα να ‘χουμε γεννηθεί σε ένα κόσμο που εκείνοι δεν χωράνε.
Οι άνθρωποι δοκιμάζουν γκριμάτσες μπροστά τους και οι γκριμάτσες με τρομάζουν.
Προβάρουν τα λόγια τους, στρώνουν τα πουκαμισά τους, γυαλίζουν τα χαμόγελά τους και λίγο μετά παίζεις εσύ το ρόλο του ειδώλου τους.
Χάνεσαι αγάπη μου.
Ο λόγος τους παραπαίει ανάμεσα στο μικρό ψέμα και το μεγαλύτερο, το ιδανικό και το ρεαλιστικό.
Κυκεώνας, χάσιμο, δυστυχία.
Μας τρομάζουν οι λέξεις. Τι καλά που θα ‘ταν να ξέραμε πως δεν μας φταίνε αυτές.
Πόσο καιρό φοράμε τη μάσκα μας, ώστε την κάναμε πετσί μας;
Γιατί δεν μου την ξεριζώνεις; Γιατί δεν την ξεριζώνω;
Γιατί δεν ξεριζώνεις τη δική σου; Γιατί δεν σου την ξεριζώνω εγώ;
Πόσους αγώνες κάναμε για να μπορούμε να δηλώνουμε ελεύθεροι, λίγο πριν χαρίσουμε oικειοθελώς τα κλειδιά στους φύλακες μας;
Πότε θα σκοτώσουμε τους δυνάστες μας;
Μη φοβάσαι, το μοιραζόμαστε το έγκλημα μαζί και την ευθύνη.
Όσο παραμένουν ζωντανοί, φοβάμαι εγώ αγάπη μου.
Φοβάμαι ότι απομακρύνομαι απ’ το όνειρό μου το ατόφιο.
Φοβάμαι ότι ξεχνάω να χαϊδεύω το πρόσωπό μου με τα χέρια μου, για να το αναγνωρίσω.
Φοβάμαι ότι συνηθίζω στον καθρέφτη.
Φοβάμαι ότι αναρωτιέμαι ποιος είσαι και ποια είμαι.
Και μην ξεχνάς, η εικόνα μου είναι ατρόμητη. Απαγορεύεται να φοβάμαι.
Γι’ αυτό σου λέω, βοήθα με, να της δώσουμε μια, να τη στείλουμε στο διάολο.
Φοβάμαι ότι θα αρχίσω να ξεσηκώνω όποια βιτρίνα βρω για να αναπληρώσω τα κενά μου.
Φοβάμαι ότι θα δειλιάσω να ξαναγίνω παιδί, ακόμα και στα οικογενειακά τραπέζια που όλοι περιμένουν την ατραξιόν μου.
Φοβάμαι ότι πάλι θα διστάσω στο «σ’ αγαπώ» και θα σε ειρωνευτώ γελώντας ή θα σου πω να μη λες μεγάλα λόγια.
Λόγια που το είδωλο επιμένει να μην πιστεύει, αλλά εγώ τα διψάω.
Φοβάμαι να στο πω κι εγώ γιατί με αγχώνει το δικό σου δύσπιστο και τρομαγμένο είδωλο.
Φοβάμαι ότι με χάνω. Φοβάμαι ότι σε χάνεις.
Αλλά τι λέω; Γελάω! Δεν είναι αυτή η ατρόμητη. Εγώ είμαι.
Μα πόσα φοβάμαι μού έχει επιβάλλει; Πόσες δεύτερες σκέψεις; Πόσες αναβολές;
Εκείνη είναι που πατάει πάντα το φρένο.
Εκείνη είναι που με αναγκάζει να ξενυχτάω άσκοπα, να συνομιλώ με άλλα αδιάφορα είδωλα και να φαντάζομαι πως διασκεδάζω.
Εκείνη είναι που με έχει πείσει πως αρκεί η αντίληψη και η ετοιμολογία, για να κερδίσεις τους ανθρώπους.
Πως το συναίσθημα, σε έναν κόσμο γυάλινο, είναι κομπάρσος.
Εκείνη είναι που με στοιχειώνει ότι ο δικός της δρόμος είναι ο μοναδικός που οδηγεί στην ευτυχία.
Αλλά, για ποια ευτυχία μιλάμε;
Για την επίπλαστη, μετά από πέντε βότκα και τρία iPhone;
Την οικτίρω εκείνη. Είναι μικρή αγάπη μου.
Είναι μικρή για να χωρέσει την αγάπη μου.
Γι’ αυτό σου λέω, έλα να τους σκοτώσουμε.
Και πάμε να κερδίσουμε μετά όλο τον κόσμο.
Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr