Αυτό το κύριο ερώτημα της ύπαρξής μας το “ποιος είσαι” έχει φοβερό ενδιαφέρον το ότι παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως το πρώτο ή ως το τελευταίο που θα κληθεί κάποιος ν’ απαντήσει. Απ’ τη μια, η κυρίαρχη άποψη του ότι αν δεν απαντηθεί σχετικά εγκαίρως τι σόι ζωή θα ζήσεις κι απ’ την άλλη εκείνη που λέει ότι είναι καταδικασμένο να μείνει αναπάντητο. Αλλά άντε και τη βρίσκεις την απάντηση, μια διαπίστωση από μόνη της τι μπορεί να κάνει αν δεν είσαι σε θέση να την αφουγκραστείς κιόλας εκτός απ’ την ονοματίσεις και σε δεύτερη φάση να τη διαχειριστείς προς την εξέλιξή σου – την εξέλιξη που θα σε ικανοποιεί στο όσο το δυνατόν πιο μέγιστο βαθμό αλλά παράλληλα θα σου προσφέρει κι ένα καλύτερο επίπεδο ζωής.
Συνήθως οι περισσότεροι βρισκόμαστε σε μια μόνιμη λούπα. Απ’ την απόλυτη ισοπέδωση στην απόλυτη εξύψωση. Εκεί δηλαδή που μας βρίσκουμε κυρίως αδυναμίες, ελαττώματα και λάθος χειρισμούς κάνουμε switch στο mode όπου όχι μόνο βρίσκουμε ολόσωστα και γοητευτικότατα τα προαναφερθέντα αλλά θεωρούμε κι ότι χαίρουμε ειδικής μεταχειρίσης απ’ τους άλλους, πολλές φορές ακριβώς εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών μας – ενδείξεις ναρκισσισμού είναι αυτά παιδιά και να το προσέξουμε μιας και σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες πλήττει ένα 70% του παγκόσμιου πληθυσμού (σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση).
Αν το καλοσκεφτούμε για τ’ αντικειμενικά μας ελαττώματα επιδεικνύουμε μια πιο ξεκάθαρη υπεράσπιση απ’ ό,τι κάνουμε στην περίπτωση των απλών αδυναμιών ή λάθος χειρισμών μας. Αν για παράδειγμα κάποιος είναι εθισμένος σ’ οτιδήποτε και κάπου στο βάθος αναγνωρίζει κι ο ίδιος την εξάρτησή του (μη αποφασίζοντας όμως ν’ αποδεσμευτεί απ’ αυτήν) και με οποιοδήποτε τρόπο ανοιχτεί κουβέντα για το ζήτημα, το πιο πιθανό είναι να ταχθεί υπέρ ανοιχτά των εξαρτήσεών του, παρά να παραδεχθεί όντως ότι κάτι συμβαίνει. Το πραγματικά παράδοξο είναι ότι σε ζητήματα στα οποία σε γενικότερες γραμμές τα θεωρούμε ατού μας, αν ξαφνικά πέσουμε σ’ ένα πταίσμα, βγάζουμε το μαστίγιο και φέρνουμε την καταστροφή. Εκτός του ότι σαφώς και είμαστε πιο αυστηροί με τον εαυτό σας σε όσα θεωρούμε δυνατά μας σημεία, υποβόσκει κάπου και το πως η αυτοκριτική απέναντι σε πλεονεκτήματα, είναι μια αυτοκριτική ασφαλής, προτιμητέα και καθ’ όλα βολική, μιας και στο τέλος θα καταλήξουμε ότι ήταν απλά μια άτυχη στιγμή (όπως και ήταν) σε σχέση με τη γενική εικόνα του Χ ζητήματος στο οποίο κατά κανόνα τα πηγαίνουμε καλά. Μια αυτοκριτική μεσοβέζικη που ναι μεν δεν πολυαποδίδει στα ελαττώματα, αλλά τουλάχιστον δείχνει να τελειοποιεί τα προτερήματα. Ίσως τελικά και να ‘ναι ένα fair deal. To χειρότερο βέβαια που μπορεί να μας συμβεί εδώ είναι να θεωρούμε πλεονέκτημα ένα ξεκάθαρο ελάττωμα.
Σκέψου την ισχυρογνωμοσύνη σου. Σαφώς υπάρχουν φορές που μπορείς να εντοπίσεις ότι είναι λάθος, εσύ ο ίδιος το αναγνώριζεις σαν μειονέκτημα όταν το συναντάς σ’ άλλους, ίσως φέρεις και στο νου σου 3-4 περιπτώσεις που έπεσες έξω σε κάποια εκτίμησή σου. Αλλά όταν είσαι μέσα στη στιγμή, όταν τη βιώνεις, δεν περνάει αυτή η πιθανότητα απ’ τη σκέψη σου. Τότε η ισχυρογνωμοσύνη βαφτίζεται λογική, άποψη, δικαιοσύνη. Κι εκτός απ’ αυτό η διαδικασία στην οποία επιμένεις έναντι κάποιου άλλου είναι μια διαδικασία αφροδισιακή. Εξασκείς το μυαλό σου, μάχεσαι υπέρ των απόψεών σου – συνεπώς του εαυτού σου, ανεβαίνει η θερμοκρασία του σώματός σου ίσως ακόμη κι η λίμπιντό σου. Γίνεται το ελάττωμα, απόλαυση.
Αντίστοιχη είναι η λογική που ακολουθείται σχεδόν σε κάθε ελάττωμα. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο εφευρετικοί μπορούμε να γίνουμε όταν πρόκειται να δικαιολογήσουμε ένα λάθος που γουστάρουμε να (συνεχίσουμε να) κάνουμε. Είναι ξεκάθαρο ότι είμαστε συναισθηματικά δεμένοι με τα ελαττώματά μας ακόμη και με τα κυρίως αυτοκαταστροφικά. Γι’ αυτό και δεν τα αφήνουμε μέχρι α.) να πάψουμε να τα ποθούμε τόσο – πες από ωριμότητα, πες από αναθεώρηση ή ακόμα και βαρεμάρα ή β.) αναγκαστούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο ελάττωμα/πόθο και στο πρόσωπο/πόθο, που εκεί το πράγμα χωλαίνει καθώς πόθος ο ένας, πόθος κι ο άλλος, αλλά ο δεύτερος έχει και χέρια και σ’ αγκαλιάζει το βράδυ. Βεβαία στην περίπτωση βου, επειδή η σχέση με το ελάττωμα συνήθως δείχνει να διακόπτεται εκβιαστικά κι αιφνιδίως, υπάρχει η πολύ σημαντική βεβαιότητα υποτροπιασμού κάθε τόσο, είτε φανερά είτε όχι. Ποτέ κανείς δεν άλλαξε επειδή του το ζήτησε κάποιος άλλος, καλό είναι να συμφιλιωθούμε με την ιδέα.
Κοντολογοίς κατά κάποιο τρόπο είμαστε ερωτευμένοι με τα ελαττώματά μας -με όσα τουλάχιστον επίμονα διατηρούμε- κι είναι ξεκάθαρος μύθος το ότι δεν μπορούμε να τ’ απαρνηθούμε, ότι ο άνθρωπος ένα σουλούπι έχει κι ότι άπαξ και το ανακαλύψει εκεί τελειώνει κι ο προορισμός του. Σαφώς και μπορούμε να τα εγκαταλείψουμε, αλλά όταν θέλουμε. Όταν πάψουν να μας ελκύουν όπως πριν. Ή όταν διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι ότι εξαιτίας τους στερούμαστε περισσότερα απ’ όσα κερδίζουμε. Ακριβώς δηλαδή όπως συμβαίνει με όλους τους έρωτες.