Χαμηλά στο λαιμό, στη λίμνη απ ‘το λακάκι, ένας μισός λυγμός, ένα δάγκωμα του κάτω χείλους, ένα αναστεναγμός μισός κι αυτός. Μουλωχτός, κρυφός, μην τυχόν και τον ακούσει ο διπλανός, μην τυχόν και τον ακούσει ο εαυτός σου.
Πάλι περασμένα μεγαλεία ονειρεύεσαι ανθρωπάκο, κι όσο ονειρεύεσαι, τόσο ντρέπεσαι. Τι σόι έξυπνος είσαι εσύ; Τι θες και τα σκαλίζεις; Πώς σκατά σου σκάνε τέτοια πυροτεχνήματα όταν έχεις στρώσει εντέχνως τη ζωή σου; Δες τα, όλα σε τάξη. Οι προγραμματισμοί, οι δουλειές, οι φίλοι, οι δεσμοί που περιφέρεις. Τι κάθεσαι και σκοτίζεσαι; Τι στο διάολο αναστενάζεις;
Μη μου λες εμένα ότι φταίνε οι μυρωδιές, τα τυχαία του ραδιοφώνου, ότι το ‘φερε η κουβέντα. Ότι απλά θυμήθηκες πού ήσουν τέτοια μέρα δυο χρόνια πριν.
Δεν παλεύεται ο μισός λυγμός όταν θες να βρεις μια οποιαδήποτε πόρτα μπροστά σου, να την ανοίξεις, να κάτσεις κάτω και να τον χαρείς ολόκληρο, να τον ‘υχαριστηθείς με την ησυχία σου. Να κρύψεις το πρόσωπο στις παλάμες, να μην έχεις να λογοδοτήσεις σε κανέναν, να μην έχει καθρέφτες το δωμάτιο.
Και τον καταπίνεις μαζί με το πικρό σου σάλιο, τον κάνεις γαργάρα, ξεχνιέσαι με τις μουσικές, με τις ατάκες, με την παρέα. Δε βαριέσαι, κι αύριο μέρα είναι. Έτσι όπως θυμήθηκες, έτσι την επόμενη φορά που κάποιος, κάτι θα ρωτήσει, θα αποφύγεις την απάντηση. Δεν έχεις παρελθόν, έχεις μόνο το περιζήτητό σου σήμερα. Δε σε ταλαιπωρεί καμία απορία, δε λαχταράς κανένα πρόσωπο που έχεις να δεις καιρό, δεν έχεις ιδέα εσύ από μονόπρακτα.
Ένας απόλυτα απαλλαγμένος άνθρωπος, ελεύθερος, αρκούντως ευτυχισμένος. Και ξαφνιάζεσαι με τους απορημένους, μ’ εκείνους που κυνηγούν μια ιδέα, που τους καλείς στο σπίτι για ένα κρασί και σου ανοίγουν την καρδιά τους μαζί με την κουβέντα, για κάποιον που πάει καιρός από την τελευταία φορά που είδαν και σκέφτονται ακόμη. Τους κάνεις ανέκδοτο κι όταν βάλουν μπρος τη μίζα κι ακούσεις τα λάστιχα να σπινιάρουν και να στρίβουν στη γωνία, γελάς με την κατάντια τους. Δόξα το Θεό Παναγία μου, εσύ δεν έχεις τέτοια βάσανα.
Είναι μικροί αυτοί, αφελείς, μίζεροι. Δραματικοί, ανιαροί, κακοί συνομιλητές, φίλοι βαρίδια. Εσύ ούτε θεατρικός θα γίνεις, ούτε θα θυσιάσεις το ανεξάρτητο του ταμπεραμέντο σου και στα σίγουρα δε θα κλαφτείς. Εσύ θα τον χωνέψεις το λυγμό.
Παλινδρόμηση, αηδία, ξεραΐλα, πετάγεσαι στον ύπνο σου και ψάχνεις λίγο νερό και καθώς όσο πίνεις τόσο πνίγεσαι από όλα όσα κατάπιες. Σβησμένα φώτα στις απέναντι πολυκατοικίες, οι άνθρωποι κοιμούνται ήσυχοι. Ορισμένοι αγκαλιά. Ανάβεις τηλεόραση, ωραία παρέα η τηλεόραση. Δεν κρίνει, δε ρωτάει, δεν έχει μάτια να σε δει. Στρώνεις τραπεζομάντιλο κι ανοίγεις κουβέντα μαζί της. Κάτι ήξερε η γιαγιά σου που της μίλαγε.
Τηλεμάρκετινγκ κι η αίθουσα του θρόνου επεισόδιο 4, κατεβάζεις τα ρολά. Η απέναντι απλώνει πρωινή μπουγάδα, οι παραδίπλα κυκλοφορούν με τσόκαρα στο παρκέ, εσύ λαγοκοιμάσαι στον καναπέ. Και λίγο πριν βολευτείς στο πάνω μπράτσο και πετάξεις τα μαξιλάρια στο πάτωμα, σε πλησιάζει ένας λυγμός στο λαιμό. Δεν προλαβαίνεις να κάνεις και πολλά. Αυτή τη φορά ήρθε ολόκληρος.