Είχα ένα φίλο κάποτε που όποτε ήθελε να ξεστομίσει εξυπνάδα ανασήκωνε το φρύδι σε κάρφωνε στο κέντρο των ματιών και με αέρα Λάρι Κίγνκ σε πέντε μόλις λέξεις συμπύκνωνε τη σοφία των σαράντα τότε ετών του.
Θα στοιχημάτιζε κανείς για το αδιαπραγμάτευτο της αυτοπεποίθησής του, που για κάποιους άγγιζε το όριο της έπαρσης. Συνήθως όμως μιλούσε για αμφιβολίες, για ανασφάλειες, για δυο βήματα πίσω που θα σου δώσουν φόρα για τα τρία μπρος.
Γενικότητες, νοηματικές αυθαιρεσίες, λεκτικές καταχρήσεις κι αλίμονο να διαπράττουμε τέτοιο έγκλημα σε μια γλώσσα τόσο πλούσια που θα δυσκολευτείς πολύ να μη βρεις όντως λέξη να ταιριάξεις στην περίπτωση.
Την αγαπούσε τη λέξη «ανασφάλεια». Την κότσαρε σε κάθε λογής κουβέντα, ασχέτως του αν στην πραγματικότητα εννοούσε «δισταγμό», «αναποφασιστικότητα», «αγχώδη ψυχογενή διαταραχή».
Πετάς μια «ανασφάλεια» και καθάρισες. Καραμελίτσα halls στο λαιμό του κάθε λοβοτομημένου. Και κάπως έτσι η «ανασφάλεια» έγινε σύνθημα, σχολή και κατάρα και πετάχθηκε στο πυρ το εξώτερον!
Έξω και μακριά, μην τυχόν και μας πουν ανασφαλείς. Μην τυχόν και η γαματοσύνη μας, που λέει και η Nτίντι, διαταραχτεί από ψεγάδια θνητότητας. Μην τυχόν και δεν υποκλιθεί κόσμος και ντουνιάς στο μεγαλείο μας. Σκατά στα μυαλά μας! Ανοσία στο απόβλητο, στρατιωτάκια της μοδός.
Ξεχνάμε ότι η ανασφάλεια, αν συμφωνήσουμε ότι στα περισσότερα αυτιά ηχεί ως έλλειψη σιγουριάς κι ανησυχία για υποθετικά κεκτημένα, είναι χρήσιμη. Και σέξι.
Χρήσιμη γιατί είναι η καλύτερη φίλη της εξέλιξης. Δε σε κρατά σε στασιμότητα, δε σου φοράει παρωπίδες, δε σε καθηλώνει σε καναπέ. Όσο τουλάχιστον δεν της το επιτρέπεις, όσο δε βολευτείς στην παραίτηση. Έχεις κάτι ν’ ανησυχείς, κάτι να φροντίζεις, ένα λόγο για να βάλεις τα γυαλιά στον εαυτό σου. Κάτι να πολεμήσεις και να ξεπεράσεις. Από κάτι να βγεις πιο ισχυρός.
Σέξι γιατί σε κάνει προσιτό, άμεσο, ανθρώπινο. Και ποιος δε γοητεύεται από έναν διστακτικό καλλιτέχνη; Από ένα ντροπαλό χαμόγελο; Από ένα αυτοσαρκαστικό αστείο;
Έχεις ιστορίες να μοιράζεσαι εκτός από άθλους δαφνοστεφανομένους. Έχεις να κάνεις τις κουβέντες ωραίες, βαθιές, ενδιαφέρουσες. Έχεις λόγο να σου απλώσουν ώμο, έχεις λόγο να ζητήσεις χάδι.
Πάνω απ’ όλα όμως έχεις λόγο να φτύσεις την καραμέλα της λοβοτομής. Να μην πιστέψεις ότι είσαι άτρωτος, να μην πλασαριστείς ως τέτοιος, να μην καταλήξεις ένας μεταφορέας αρνητικής ενέργειας.
Ο φίλος μου, ο Λάρι Κίνγκ, έκρυβε στα συρτάρια του μια ποιητική συλλογή κι ένα μάτσο φόβους δεμένους σε σατέν κορδέλα. Κάτι βράδια με λίγο μπέρμπον παραπάνω τους έβγαζε παράρτημα σε λίγους κι εκλεκτούς. Μιλούσε πιο αργά, δεν εστίαζε στο αχανές ανάμεσα στων ματιών αλλά στις κόρες τους, άφηνε το χέρι εκτεθειμένο στο τραπέζι να του χαϊδέψεις τα δάκτυλα, θυμόταν ένα ταξίδι που άφησε μισό, μια γκόμενα που τον πίκρανε. Γυρνούσε σπίτι κι έγραφε.
Εκείνα τα βράδια ήταν πιο γοητευτικός από ποτέ.