Το πρώτο χτύπημα στο κουδούνι ενός ψυχοθεραπευτή συνήθως το κάνει κάποιος πληγωμένος από έρωτα ή απ’ τη ζωή – και συχνά απ’ τον εαυτό του. Ένας άνθρωπος που αναζητά μια άμεση διαφυγή απ’ τα προβλήματα και τα ερωτηματικά του, που εκείνη τη στιγμή φαντάζεται τη συνεδρία σαν χάπι αναβράζον, που το βάζεις στο ποτήρι, αφρίζει, το καταπίνεις και μισή ωρίτσα μετά ανακουφισμένος βγαίνεις στο δρόμο κυριευμένος από αυτοπεποίθηση και σεροτονίνη. Πολύ σύντομα βέβαια στην πορεία της διαδικασίας ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως τα φανταζόταν κι ότι ακόμα κι αν ο θεραπευτής δεχτεί για ένα διάστημα να παίζει το ρόλο του βουβού ακροατή, κάποτε θα ρωτήσει. Κι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα αυτές οι ερωτήσεις να μην του αρέσουν καθόλου. Οι περισσότεροι παρατάνε τη θεραπεία ακριβώς σ’ αυτό το σημείο: λίγο μετά τις αναγνωριστικές συνεδρίες.
Αν υποθέσουμε τώρα ότι τελικά οι συνεδρίες συνεχίσουν, ο θεραπευόμενος, μέχρι τουλάχιστον να χτίσει μια εμπιστοσύνη και μια βασική οικειότητα με τον άνθρωπο στην απέναντι πολυθρόνα, έχει την τάση να φλυαρεί ακατάπαυστα κυρίως για τα γεγονότα και για τους συμπρωταγωνιστές αυτών. Οι αφηγήσεις εστιάζουν σε πρακτικά ζητήματα ακόμη κι αν αφορούν συναισθήματα, η έκφραση του λόγου μοιάζει ψυχρή ή διεκπαιρεωτική. Σαν να λέει “ήρθα να στα πω να τα βγάλω από μέσα μου, να δεις τι περνάω με αυτούς που έμπλεξα!”. Μοιάζει να θέλει κυρίως να εκτονωθεί εκφραζόμενος μα στην πραγματικότητα αυτό που τον ενδιαφέρει, πρωτίστως σ’ αυτή τη φάση, είναι να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοια του θεραπευτή του – κι η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε την τάση να το επιδιώκουμε αυτό υιοθετώντας έναν ρόλο παθητικότερο, έναν ήρωα βασανισμένο απ’ την καθημερινότητα και τους ανθρώπους, έναν τύπο που είχε πάντα τις καλύτερες προθέσεις. Είναι ασύλληπτα αναγκαίο για τον θεραπευόμενο να αισθανθεί αυτή τη “συμπάθεια” καθώς επάνω της θα βρει αντιστάθμισμα για όλες τις φορές που δεν ένιωσε αποδεκτός κι όχι αδίκως, αυτή ακριβώς η αποδοχή είναι η θεμέλιος λίθος κάθε επιτυχημένης ψυχοθεραπείας – πράγμα που γνωρίζει κάθε ταλαντούχος θεραπευτής και θα φροντίσει να χρησιμοποιήσει υπέρ της διαδικασίας και του ασθενούς του.
Ωστόσο η οικειότητα δε φέρει μαζί της μόνο ζεστασιά. Συχνότατα φέρει κι αγωνία. Κι αυτό γιατί οικειότητα χωρίς έκθεση δεν υπάρχει. Ο θεραπευόμενος βιώνει την πρώτη του ουσιαστική σύγκρουση όταν συνειδητοποιεί ότι ίσως έχει ήδη πει αρκετά, ότι ίσως έχει αποκαλυφθεί υπέρ του δέοντος κι ότι τούτη η παραχώρηση του εαυτού του ίσως να λογίζεται για αδυναμία. Ορθολογικά μιλώντας, η προηγούμενη πρόταση δείχνει εντελώς αντιφατική με την ψυχοθεραπεία. Ποιος ο σκοπός κάποιος να ξεκινήσει αυτήν τη διαδρομή αν δε σκοπεύει apriori να ξεγυμνωθεί; Γνωρίζουμε βέβαια όλοι καλά ότι όταν στη σκακιέρα εισχωρεί το συναίσθημα σε κάθε ασφαλή ή ανασφαλή απόχρωσή του, ο ορθολογισμός εξωστρακίζεται. Και τότε συχνότατα, αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος που λίγες βδομάδες ή μήνες πριν, κυριευόμενος από απορίες και άγχη αναζητούσε διέξοδο σ’ ένα φιλόξενο περιβάλλον, ξαφνικά νιώθει ν’ ασφυκτά απ’ την φιλοξενία, την αποδοχή και τη συμπόρευση, ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να εστιάσει το φακό προς τα μέσα.
Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι θεραπευτές δεν υποδεικνύουν λύσεις, ούτε στρέφουν προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις -τουλάχιστον όχι εξώφθαλμα-. Καθοδηγούν ωστόσο. Και με τις κατάλληλες ερωτήσεις επιδιώκουν να προ(σ)καλέσουν τον θεραπευόμενο να τολμήσει τις απαντήσεις. Τα ερωτήματα όμως δεν είναι ρητορικά. Κι οι απαντήσεις για να δοθούν ικανοποιητικά συνήθως οφείλουν να συνοδευτούν από πράξεις αλλαγής. Αυτή μπορεί ν’ αποδεχτεί μια εξαιρετικά μακρά πορεία, ειδικότερα αν οι ερωτήσεις κι οι απαντήσεις δεν έχουν σκοπό απλώς να φωτίσουν τραύματα του παρελθόντος για να επουλώσουν καλά κρυμμένες ασυνείδητες πληγές. Ακόμη κι αυτές όμως η θεραπεία επιδιώκει κάπως να τις ιάνει. Κι η ίαση δεν έρχεται μόνον μέσα απ’ τη συνειδητοποίηση της πηγής που τις προκάλεσε. Υπάρχει γενικότερα μια περιρρέουσα, συχνά σοφιστικέ μα εντελώς λανθασμένη, αντίληψη, ότι ο στόχος της ψυχοθεραπείας είναι κυρίως -ή αποκλειστικά- η αυτογνωσία. Στην πραγματικότητα η αυτογνωσία δεν είναι παρά το πρωταρχικό βήμα. Αναγκαίο και δυσκολοκατάκτητο ομολογουμένως, αλλά και πρωταρχικό. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να κατανοήσουμε ότι η αντίσταση στην ψυχοθεραπεία είναι αντίσταση στην αλλαγή.
Γνωρίζοντας πως η ψυχοθεραπευτική σχέση είναι ένας καθρέφτης των υπόλοιπων σχέσεων μας, συμπεραίνουμε γιατί η αντίσταση μπορεί να αποδειχτεί ένα χρήσιμο εργαλείο προς αξιολόγηση στα χέρια και των δύο. Αντίσταση σημαίνει φόβος. “Αντιστέκομαι στο άγνωστο όχι επειδή απαραίτητα με ικανοποιεί το γνώριμο, άλλωστε αν με ικανοποιούσε δε θα αναζητούσα και τρόπο διαφυγής. Αντιστέκομαι όμως γιατί η άγνοια μου προκαλεί περισσότερο εσωτερικό αναβρασμό, αναβρασμό που μου ‘ναι δύσκολο να διαχειριστώ”. Αυτή η αδυναμία διαχείρισης μπορεί να βρει πάμπολλες εκλογικεύσεις στο μυαλό του θεραπευόμενου που ακόμα κι αν δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει 100% το αυτοσαμποτάζ στο οποίο υποβάλει τον εαυτό του, διαισθάνεται ότι κάπως, κάπου ο ίδιος κλωτσάει με τη στάση του τη θεραπεία. Αισθάνεται το χρήμα και το χρόνο του χαμένα. Ο πρώτος στον οποίο θα καταλογίσει την ευθύνη θα είναι ο θεραπευτής και θα επιχειρήσει με αρκετούς, ευρηματικούς ή μη, άμεσους κι έμμεσους τρόπους να “τραυματίσει” τη μεταξύ τους σχέση.
Οι άμεσοι τρόποι συνήθως περιλαμβάνουν μετάθεση ή κι ακύρωση των ραντεβού, συστολή ή απόπειρα ν’ αλλάξει θέμα στη συζήτηση, επίκληση στο χιούμορ, υποτίμηση της διαδικασίας, αμυντική επιθετικότητα. Οι έμμεσοι είναι πιο ευφάνταστοι κι αρκετές φορές δε γίνονται αντιληπτοί ούτε απ’ τον ίδιο τον θεραπευόμενο. Καθώς η αντίσταση γίνεται εντονότερη στο σημείο εκείνο της θεραπείας που τα πραγματικά “ουσιαστικά” ζητήματα έρχονται στο τραπέζι προς επίλυση, ο θεραπευόμενος βιώνει πραγματικό άγχος, το οποίο δεν εκδηλώνεται πάντα μόνο με στρες. Μπορεί να πάρει τη μορφή θλίψης, απογοήτευσης ακόμα και νοσταλγίας προς τον παλιό εαυτό που αισθάνεται ότι πρέπει ν’ αποφασίσει “εδώ και τώρα” αν θ’ αφήσει πίσω του ή όχι. Το ν’ αφήσεις πίσω μια εκδοχή σου, ακόμα κι αν έχει πάψει να σε ικανοποιεί, είναι μια απώλεια όπως όλες οι άλλες και συνοδεύεται απ’ τα αντίστοιχα συναισθήματα. Ο ασθενής νιώθει ότι προδίδει τον εαυτό του, εκείνον με τον οποίο συμπορεύτηκε τόσα χρόνια και που προσπάθησε εναγωνίως ν’ αγαπήσει και δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται για πραγματική προδοσία αλλά για εξέλιξη, καθώς κανένας δεν τον υποχρεώνει ν’ αλλάξει ολόκληρη την προσωπικότητά του μα μόνο όσα όντως τον δυσκολεύουν.
Αισθάνεται πίεση και ν’ απαντά σε αυτήν με απόσυρση. Αυτό είναι το δεύτερο πιο συνηθισμένο χρονικό σημείο που κάποιος ίσως εγκαταλείψει την ψυχοθεραπεία ακόμη όμως κι αν δεν το κάνει, δεν αποκλείεται ν’ αρχίσει να θεωρεί ξαφνικά ότι δεν τη χρειάζεται πλέον, να δημιουργεί συνθήκες μιας ψευδαισθητικής ίασης βρίσκοντας προσωρινή ανακούφιση σ’ ένα ταξίδι, μια νέα δραστηριότητα ή συχνότερα έναν έρωτα. Δεν αφιερώνει ουσία στη θεραπεία, αποφεύγει τις βαθιές συζητήσεις ή μεταφέρει σε τρίτους όλα όσα ειπώνονται μέσα στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή σε μια πλάγια προσπάθεια να μειώσει την αξία των συνεδριών. Στο μυαλό του διχάζεται κι αναρωτιέται αν όντως ο θεραπευτής είναι εκεί για να τον βοηθήσει ή όχι. Πιθανόν ν’ αρχίσει ν’ αναπτύσει έντονη καχυποψία απέναντί του, να στήνει θεωρίες συνομωσίας, να τον αντιμετωπίζει σαν έναν δυνάμει αντίπαλό ή να σκέφτεται ότι ο θεραπευτής του τον βλέπει απλώς σαν μια πηγή εισοδήματος, με δυο λόγια ξεκινά ν’ αμφιβάλει για την οικειότητα που χτίστηκε προηγουμένως και ν’ αναρωτιέται για το αν έκανε καλά που τον εμπιστεύτηκε.
Τίποτα πιο δύσκολο βέβαια για τον ασθενή απ’ το να μιλήσει ανοιχτά για αυτές του τις σκέψεις στον άμεσα ενδιαφερόμενο, δηλαδή τον ψυχοθεραπευτή του. Αν όμως βρει το θάρρος και το κάνει, η πορεία της θεραπείας προβλέπεται καρποφόρα, καθώς ανοίγεται μπροστά του η ευκαιρία ν’ αντιμετωπίσει ευθέως τον πιο ευαίσθητο τομέα μιας ψυχοθεραπείας που είναι η εμπιστοσύνη.
Αν τελικά τον νικήσει η αντίσταση θα ξαναβρεθεί στο μέλλον αντιμέτωπος όχι μόνο με τις ίδιες απορίες που κάποτε τον έκαναν να χτυπήσει εκείνο του κουδούνι, μα θα φέρει κι επιπλέον γρατζουνιές στην αυτοεκτιμήσή του γνωρίζοντας ότι ήδη έκανε μια φορά πίσω κι αυτές οι γρατζουνιές θα προκαλούν περισσότερη ενοχή κι αναβλητικότητα. Κι αν η πρόσκαιρη αναβλητικότητα είναι αναφαίρετο δικαίωμα κι ανακούφιση, on the long run έχει την τάση να χτυπάει την αυτοπεποίθηση σαν χταπόδι στα βράχια.
Κάπως έτσι δημιουργούνται συχνά φαύλοι κύκλοι: Άνθρωποι που εναλλάσσουν θεραπευτές και μεθόδους, που έχουν τη διαύγεια ν’ αναγνωρίσουν ότι οι ίδιοι στέκονται εμπόδιο στην ίασή τους και που έχουν την επιθυμία ν’ αλλάξουν, μα που κάθε φορά που αυτή η αλλαγή μοιάζει να ‘ναι κοντά, το βάζουν στα πόδια, για λίγο ή περισσότερο, μέχρι ν’ αναζητήσουν εκ νέου έναν άλλο θεραπευτή, μια άλλη προσέγγιση και να στηρίξουν επάνω σ’ αυτό το νέο πρόσωπο όλες τις προσδοκίες τους για την επιτυχία της θεραπείας. Επί της ουσίας θεοποιούν τον θεραπευτή, προσδίδοντας του ιδιότητες που δεν είναι υποχρεωμένος να έχει και τον καθιστούν τον μοναδικό υπεύθυνο για την εξέλιξη της. Όπως γίνεται συχνότατα λοιπόν και στις υπόλοιπες σχέσεις μας, όπου στηρίζουμε την ευημερία τους κατά κύριο λόγο στα χέρια των άλλων.
Αντίσταση στη θεραπεία σημαίνει επιστροφή, ίσως κι αιώνια παραμονή, στα χρόνια της απόλυτης ξεγνοιασιάς. Στα χρόνια της παντελούς έλλειψης ευθύνης, τότε που αρκούσε να υπάρχουμε για να μας αγαπούν, σ’ εκείνο το μετέωρο σκαλοπάτι μεταξύ παιδικότητας-εφηβείας-ενηλικίωσης, που προσφέρει πλειάδα από άλλοθι κι ερμηνείες και που οι περισσότεροι από εμάς θα θέλαμε να αιωρούμαστε εσαεί. Κι είναι στ’ αλήθεια μια παραμονή ελκυστική, μια παραμονή που δεν πιέζει, που δε ζητά, δε διεκδικεί. Είναι όμως και μια καθήλωση που δείχνει καταδικασμένη να προκαλεί διαρκώς το ίδιο ερωτηματικό: Τι θα γινόταν αν έβρισκα το θάρρος ν’ ανέβω μερικά σκαλοπάτια;
Ίσως τελικά όλες οι απαντήσεις να βρίσκονται στις ερωτήσεις που (δεν) αντέχουμε να κάνουμε.