Το κοινό λατρεύει να ταυτίζεται. Ψοφάει για Α’ πληθυντικό. Αυτό είναι απ’ τα πρώτα που διδάσκουν σε τμήματα που ασχολούνται με τη γραφή.
Κάτσε αναπαυτικά, άναψε ένα τσιγάρο και στοχάσου κάτι, οτιδήποτε, για το οποίο μπορεί να νιώθεις περήφανος, είτε το ‘χεις σαν γνώρισμα, είτε φαντασιώνεσαι ότι το ‘χεις – το αποτέλεσμα παραμένει αμετάβλητο. Διάνθισέ το, κάν’ το σύνθημα, γράψε ένα μανιφέστο. Άσ’ το ελεύθερο να βρει το σίγουρο δρόμο για το viral, να ταγκάρονται από κάτω σ’ εκατοντάδες, να τρίβεις τα χέρια σου, να πανηγυρίζουν οι publishers. Το πείραμα ωστόσο αποδίδει μόνο σε φαινομενικά “εγκώμια” κι ας είναι κάτι τόσο συνηθισμένο ή αδιάφορο που αγγίζει τα όρια του αυτονόητου, σαν, ας πούμε, το “Είμαστε κι εμείς που δεν αργούμε ποτέ στα ραντεβού μας!” Ναι, ίσως δεν είναι και τόσο αυτονόητο τελικά το παράδειγμα, αλλά δεν παίζει κανένα ρόλο απολύτως, γιατί κι οι ασυνεπείς ωραιότατα θα ταυτιστούν και θα πάρει και πάνω από 2Κ like αν βγει με αυτόν τον τίτλο. Γενικώς η συνέπεια είναι μία απ’ τις πιο δημοφιλείς αρετές για ν’ αναλυθούν σε κείμενο. Όπως κι η αφοσίωση. Ακολουθούν σε τυχαία σειρά: το πείσμα, η φιλοδοξία, η πίστη, ο αυθορμητισμός, η ειλικρίνεια, ο δυναμισμός, η δημιουργικότητα και όλα όσα μπορούν να καταχωρηθούν στις αντιλήψεις των περισσοτέρων σαν απαραίτητα συστατικά μιας ελκυστικής προσωπικότητας.
Στον αντίποδα όταν το άρθρο πραγματεύεται οτιδήποτε δεν ανήκει στη λίστα με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά, τότε θα ‘ναι στατιστική καταστροφή, ανοησία κι ερασιτεχνισμός να γραφτεί σε Α’ πληθυντικό. Γιατί όχι μόνο ταύτιση δε θα φέρει, αλλά θα φέρει κι άσκοπη γκρίνια και αρκετά συχνά κι υβριστικά σχόλια κάτι ώρες που η αρχισυνταξία κοιμάται και δεν μπορεί να δράσει άμεσα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ιδανικά είναι τα Γ’ πρόσωπα. Ενικός ή πληθυντικός λίγη σημασία έχει, αρκεί να αποτάξουμε από πάνω μας κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις και να παραμείνουμε εφησυχασμένοι ότι αυτό που μόλις διαβάσαμε δε μας ακουμπάει. Το ‘χουμε δει όμως να συμβαίνει γι’ αυτό και προσυπογράφουμε την κριτική ή την οργή του γραφόντα, γι’ αυτό και θα το κοτσάρουμε στο προφίλ μας με τον κατάλληλο υπαινιγμό για προμετωπίδα. Δε μας χαρακτηρίζει όμως. Εμείς δεν υιοθετούμε φτηνές, χειριστικές ή εγωιστικές τακτικές, εμείς γενικώς ανήκουμε στην κάστα των αλάνθαστων ή έστω των κατά λάθος λαθεμένων, γι’ αυτό και μπορούμε όχι μόνο να αγναντεύουμε τους πάντες αφ’ υψηλού αλλά ακόμα και να νουθετούμε.
Κάπως έτσι χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε καν, διαπράττουμε την πρώτη μας εξαπάτηση απέναντι στον πιο εύκολο στόχο. Όσο περισσότερο βυθιζόμαστε στην ψευδοεικόνα και όσο δημοσιεύονται απογειωτικά άρθρα σε Α πληθυντικό, όχι μόνο καθίσταται όλο και πιο δύσβατο το μονοπάτι της επαναφοράς στην πραγματικότητα, αλλά σαν μουδιασμένοι από τριπλή δόση λιδοκαϊνης, δε νιώθουμε τίποτα απολύτως. Κι έτσι ξεκινάμε τις στενές επαφές με μία απ’ τις πιο ύπουλες ηδονές: Το πλάνεμα εαυτού κι υπολοίπων.
Όταν έχεις καταφέρει να φιμώσεις κάθε ψίθυρο αυτοκριτικής και να εξαπατήσεις τόσο πολύ εσένα, είναι θέμα (σύντομου) χρόνου να ξεκινήσεις να εξαπατάς και τους γύρω, άλλοτε ασυνείδητα, άλλοτε όχι και τόσο. Η εξαπάτηση παύει να λογίζεται ως τέτοια ανεξαρτήτως κατεύθυνσης. Γίνεται η θεμέλιος λίθος επάνω στην οποία θα στηριχτεί μια εύθραυστη αυτοπεποίθηση και θα μετονομαστεί σε αυτοπεριφρούρηση που ηχεί καλύτερα.
Στο πνεύμα λοιπόν της διαφύλαξης της εικόνας μας για να μην ταραχτούμε και βρεθούμε σύγκορμοι ν’ απολογούμαστε σ’ εαυτόν και τρίτους, δε διστάζουμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε ορθόδοξη ή ανορθόδοξη μέθοδο θα μας κρατήσει στην υψηλή θέση μας. Το κόστος μιας τέτοιας πτώσης θα ‘ταν δυσβάσταχτο κι οι ενδεχόμενες συνέπειές της δε θα ‘φερναν στην επιφάνεια παρά συναισθήματα ντροπής. Και όλοι ξέρουμε πόσο δυσάρεστα είναι αυτά τα συναισθήματα. Προκειμένου λοιπόν ν’ αποφύγουμε την πιο δύσκολη απ’ τις αντιπαραθέσεις, το αποτέλεσμα είναι να εξαπατάμε προκαταβολικά και συχνά χωρίς καθόλου τύψεις, γιατί πιστεύουμε ότι η ζωή μας χρωστάει, γιατί γενικώς αισθανόμαστε αδικημένοι, γιατί αφού όλοι εξαπατούν κι εξαπατώνται, γιατί όχι κι εμείς; Κι εδώ, στην τελευταία δικαιολογία, φανερώνεται ξανά η ανάγκη μας γι’ αγελοποίηση κι ας ανήκει στις όχι και τόσο εμπορικές αγέλες.
Απ’ τα πιο απλά καθημερινά παραδείγματα που όλοι είμαστε εξοικειωμένοι μαζί τους, σαν την πρόφαση μιας αδιαθεσίας ή μιας έκτακτης δουλειάς για ν’ αποφύγουμε ένα ανιαρό ραντεβού ή ν’ ανταποδώσουμε ένα τηλεφώνημα -έστω σ’ αυτό, σας παρακαλώ, ας συμφωνήσουμε ότι το ‘χουμε κάνει όλοι μια φορά-, μέχρι αριστοτεχνικά μεθοδευμένες συμπεριφορές κι εκδηλώσεις, γεγονός είναι πως τη στιγμή που κάποιος δροσίζεται στα νερά της εξαπάτησης που μόλις τον έχουμε ποτίσει, νιώθουμε ευφορία, είτε αυτή προέρχεται από ανακούφιση που απαντά στην πρώτη περίπτωση, είτε από μεγαλομανία στη δεύτερη. Κοινός παρανομαστής και των δύο: η επισφράγιση της ικανότητάς μας να εξαπατήσουμε. Αυτός ο ερεθισμός ακριβώς είναι και που μας κάνει δέσμιους με την κακιά συνήθεια.
Ο άπιστος έλκεται απ’ τον κίνδυνο να πιαστεί επί το έργον, όπως ακριβώς ο μικροαπατεώνας ή το αρχιλαμόγιο τρέφεται απ’ την αδρεναλίνη της παρανομίας. Ο χαρτοπαίκτης ικανοποιείται διπλά όταν η νίκη του προέρχεται από μπλόφα κι ο ξενοδόχος που σε πείθει να πληρώσεις 80 ευρώ τη βραδιά για καταγώγι με χαλασμένο κλιματιστικό, εκείνη τη νύχτα θα κάνει φαντασμαγορικό κρεβάτι με τη δικιά του. Ο μαθητής με τα σκονάκια στις τσέπες δε χαίρεται απλώς γιατί γλίτωσε τη μελέτη, ούτε εκείνος που θα προφασιστεί κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να σκαπουλάρει το πρόστιμο επειδή αγνόησε τη σήμανση. Οι εραστές κι οι ερωμένες απολαμβάνουν κυρίως τη σαγήνη που προκαλούν στο αντικείμενο του πόθου τους (καθόλου τυχαίο που έχει καθιερωθεί η φράση με τις εξής λέξεις) κι όχι την ανταπόδοση.
Πλανώντες και πλανωμένοι θα συνεχίσουμε παραδινόμενοι σ’ έναν παντελώς μάταιο χορό κυριαρχίας, που παρά τα φαινόμενα, στην ουσία του, απώτερο σκοπό έχει μόνο τη συντήρηση της πρώτης εξαπάτησης, εκείνης της πιο σημαντικής απ’ όλες, μην τυχόν και μπουν από χαραμάδες τίποτα ακάλεστες, ανεπιθύμητες ενοχές. Διπλοσφραγισμένες οι πόρτες, μπολιασμένα τα θεμέλια του οικοδομήματος με τα καλύτερα μονωτικά υλικά. Θα ταυτιζόμαστε με τους διθυράμβους σε Α’ πληθυντικό, θα μας προσβάλει η κριτική και θα αισθανθούμε έστω και στιγμιαία εξαπατημένοι που αυτό το άρθρο παρά τον Α’ πληθυντικό που είναι γραμμένο, τελικά τιτλοφορείται σε Γ’ ενικό.
Μην το πάρετε προσωπικά.