Ο τοίχος απέναντι από το γραφείο μου είναι κόκκινος. Γουστόζος ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και για να ‘μαι ειλικρινής, πολύ μέτρησε ο εν λόγω τοίχος στην απόφασή μου να μετακομίσω σε αυτό το διαμέρισμα.
Ακουμπάω το σβέρκο μου στην πολυθρόνα, βάζω έναν Armstrong στα ηχεία μπας και μυρίσουν νωρίτερα τα Χριστούγεννα και παγώνω στο κόκκινο.
Με δέκα μετακομίσεις στο ενεργητικό μου μέσα σε ισόβαθμα έτη, θα έλεγε κανείς ότι δεν είμαι και η πλέον σπιτόγατα. Όπως και δεν είμαι. Κάθε χρόνος και μετακόμιση. Και να σου τα φορτηγά, οι κουτές, τα κουβαλήματα, τα ανεβοκατεβάσματα απ’τα πατάρια.
Νέα λεωφορεία, ψιλικατζίδικα και κομμωτήρια. Καλησπέρες και χαίρω πολύ στις εισόδους των πολυκατοικιών, μαζώξεις κι εγκαίνια στο σπίτι. Γιατί αν δε τη μοιραστείς τη χαρά, χαρά μισή.
Σαφώς και το σπίτι δεν είναι τα έπιπλα και τα ντουβάρια, αλλά οι άνθρωποι. Κι όσο κι αν το σημαιοστολίσεις, αν δεν έχεις αξιόλογη παρέα να το ευχαριστηθείς, θα παραμείνουν αντικείμενα. Χρήσιμα μεν, αντικείμενα δε.
Εμένα όμως μ’άρεσε πάντα να δίνω όνομα στ’αντικείμενά μου. Ο Φλου ο απορροφητήρας, το Τζάνκι το φωτιστικό, η Λου η κατσαρόλα.
Τους φώναζα με τα ονόματά τους και κάναμε καλή παρέα. Μέχρι την επόμενη μετακόμιση που κάποια θα τα έχανα, κάποια θα τα ξεχνούσα και θα κατέληγαν ο Φλου, το Τζάνκι και η Λου να κουβεντιάζουν μόνοι σε κάποιο διαμέρισμα κλειστό και σκοτεινό ή με κάποια νέα παρέα που δεν τους ήξερε.
Χάθηκαν φωτογραφίες, βιβλία, δίσκοι, σερβίτσια και μαξιλάρια. Και μαζί τους χάθηκαν και οι καλησπέρες του κλιμακοστασίου. Άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή μας και τη φώτισαν ευχάριστα για κάποιους μήνες. Φίλοι, γνωστοί, γείτονες. Σκότωμα όλα στο βωμό της αλλαγής.
Γιατί όσο νοσηρό είναι να διστάζεις να αλλάξεις, άλλο τόσο είναι να διστάζεις να σταθεροποιηθείς, να αράξεις, να θεμελιώσεις ένα μέλλον που ξεφεύγει του στενού προγραμματισμού για μια βδομάδα αργότερα. Ο φόβος μην τυχόν και συνηθίσεις.
Ο κόκκινος τοίχος έχει περίπου πέντε μέτρα μήκος. Όπου κι αν γυρίσω το κεφάλι μου εντός ενενήντα μοιρών τον έχω μπροστά μου. Και στα δεξιά ένα παράθυρο που αν το ανοίξω, φτάνω με το χέρι μου να κόψω καρπό από τη λεμονιά.
Θέα δεν έχει, καθ’ότι ισόγειο, έχω βάλει όμως desktop background τα Λονδίνα και παρηγοριέμαι. Τα είχα επισκεφτεί προ διετίας πεπεισμένη ότι αυτή είναι η πόλη της ζωής μου, άντεξα όμως μόλις πέντε μήνες κι επέστρεψα οσάν βρεγμένη γάτα από τη Γηραιά πρωτευόυσα, όταν συνειδητοποίησα ελαφρώς σοκαρισμένη, ότι μου έλειπαν οι άνθρωποί μου.
Είχα κι εκεί μια κατσαρόλα που ονόμασα Λου, αλλά δεν μπορούσαν όλοι οι πρωταγωνιστές μου να επιβιβαστούν σε μια καμπίνα και να μεταναστεύσουν για χάρη μου. Είχαν βλέπεις, μια σταθερότητα να καλλιεργήσουν. Καλό το skype, αλλά είναι λίγο θλίψη να μαγειρεύεις για έναν.
Η μποέμικη ζωή δεν αντέχεται χωρίς παρέα. Εγώ τουλάχιστον, δεν την άντεξα. Και η μποέμικη ζωή, δε χωράει παρέα. Επισκέπτες στη ζωή σου, επισκέπτης κι εσύ στις ζωές των άλλων.
Στη θεωρία, την ουτοπία και τη φιγούρα στις παρέες, είναι ωραίο να πουλάς ελαφρώς επαναστατικό τυχοδιωκτισμό, μαγκιά και τρέλα. Δεν το κάνεις βέβαια για τους άλλους, για την πάρτη σου το κάνεις. Λες θα ζήσεις δέκα ζωές σε μία. Κοίτα μη δε ζήσεις καμία στο τέλος.
Γιατί οι άνθρωποι, οι φοβισμένοι σαν εμάς, περνάνε και δεν ακουμπάνε. Τα γνωρίζουν όλα από λίγο, έχουν άποψη επί παντός επιστητού, ζουν στο (και για το) παραμύθι, αλλά το παραμύθι έχει σύντομη ημερομηνία λήξης και το γράφω κυρίως για να το εμπεδώσω η ίδια.
Μια διαρκής τρικυμία εν κρανίω. Πόσες μετακομίσεις να αντέξουν δυο μπράτσα; Πόσες γραφειοκρατίες; Πόσες κομμώτριες να επιμένουν να σου πουλήσουν αντάυγειες, για να φωτιστεί λίγο το προσωπάκι; Πόσες γειτονιές να αλλάξεις μέχρι να βρεις εκείνη που σου ταιριάζει και πόσους λευκούς τοίχους να φας στη μάπα;
Ο κόκκινος τοίχος με καλημερίζει και με καληνύχτιζει. Το Τζάνκι το φωτιστικό, ανάβει από νωρίς το απόγευμα, ως νωρίς τα ξημερώματα και κάτι κόκκινα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια, με προκαλούν να τα βαφτίσω.
Μου αρέσουν όλα στο νέο σπίτι κι ας μην έχουν ανοιχτεί ακόμη οι κούτες.
Περισσότερο όμως μου αρέσει, οτι η Λου, μαγειρεύει για δύο.