Κάποιος πεθαίνει και τρέχεις σούπερ μάρκετ, να γεμίσεις ράφια, με φρούτα και λαχανικά.
Να ζήσεις υγιεινά, να φτιάξεις οργανισμό που ν’αντέξει τυχόν κακοτοπίες.
Να παρατείνεις το προσδόκιμο.
Ποιο προσδόκιμο αλήθεια;
Υπάρχει; Xωράνε αριθμοί και στατιστικές στην τυχαιότητα του σύμπαντος;
Εδώ σου λένε, όλα όσα βλέπεις και δε βλέπεις, προήλθαν από μια κεφαλή στο μέγεθος καρφίτσας κι εμείς μέσα σε αυτό, ψάχνουμε την εξέχουσα θέση μας.
Κυνηγάμε την αθανασία.
Κάποιος πεθαίνει και χαίρεσαι που απλώς δεν είσαι εσύ ακόμα. Ξεχνάς το «ακόμα». Κρατάς το «που δεν».
Θρηνείς, συχνά αφ’ υψηλού.
Γιατί έτσι πρέπει να συμβαίνει. Γιατί κανείς δε θρηνεί το δικό του θάνατο.
Εκεί σε λένε εγωιστή και κανείς δε θέλει να τον λένε εγωιστή.
Εσύ θρηνείς γι’αλλους κι άλλοι για σένα.
Κάποιος πεθαίνει και για κάποιες ώρες ή και μέρες, ο πλανήτης χάνει την κίνησή του.
Κουβάς με νερό. Κουβάς με παγωμένο νερό στη μούρη σου. Ψυχρολουσία.
Η συνειδητοποίηση της θνητότητας. Δε σου αρέσει αυτή η συνειδητοποίηση.
Θες να τελειώνει γρήγορα η οδύνη, η κηδεία, τα μοιρολόγια.
Θες να πας σπίτι σου, να συνεχίσεις από εκεί που τ’άφησες.
Θες να φας σκουπίδια, να καπνίσεις, να πιεις τρία μπουκάλια, όχι σα να μην υπάρχει αύριο, αλλά με τη βεβαιότητα οτι θα υπάρχει.
Κι αυτή τη βεβαιότητα, που θυμίζει συχνά εκείνη που κυνηγά ο μονόπλευρα ερωτευμένος, δε στη δίνει κανένας.
Γιατί και με τη ζωή, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο.
Σαν εμείς να την πατήσαμε μαζί της αγρίως κι εκείνη να μας ξεπέταξε για ένα όρθιο στα γρήγορα.
Επειδή όμως τώρα, σε έχουν ήδη ρίξει στη λίμνη με τους καρχαρίες, σκας και κολυμπάς.
Αναγκαστικά.
Μέχρι να μειωθούν οι δυνάμεις σου και να γίνεις ένας ωραιότατος μεζές στα δόντια τους.
Δεν το συνειδητοποιείς, αλλά το ξέρεις.
Δεν ξέρω καν αν χρειάζεται να το συνειδητοποιήσεις.
Όσα δε μπορείς να ελέγξεις, όσα ξέρεις οτι δε θα γλυτώσεις, όσα στέκονται τεράστια ενώ εσύ ίσα που πατάς στις μύτες των ποδιών σου, δεν έχει νόημα να τα πολεμήσεις.
Ή θα τα ξορκίσεις ή θα τα κουκουλώσεις.
Ευτυχώς υπάρχουν εκατοντάδες θρησκείες να σε σπρώξουν προς το πρώτο και εκατοντάδες φόβοι, προς το δεύτερο.
Χαμένος δε θα ‘σαι. Σε κάποια αγέλη θα ανήκεις έτσι κι αλλιώς.
Ή με τους πιστούς, ή με τους τρομαγμένους.
Κυκλοφορούν και μερικοί «ατρόμητοι» στην πιάτσα, αλλά σχωράτε με, κάτι δε με πολυπείθει πάνω τους.
Ίσως γιατί, μάλλον, τους ζηλεύω.
Μεγάλη υπόθεση, να ξέρεις οτι θα ‘ρθει το θηρίο να σε κατασπαράξει και να στέκεσαι ατάραχος, χαμογελαστός, βαθιά γαληνιασμένος.
Τους ζηλεύω αυτούς τους ανθρώπους κι ας έχω συνηθίσει πίσω από κάθε τι που γυαλίζει, να ψάχνω την τρύπα, το ψεγάδι.
Γιατί η τελειότητα του απέναντι, μου θυμίζει τη δική μου ατέλεια.
Κι ο θάνατος του δίπλα, εκείνον που θα έρθει και εδώ.
Κάποιος πεθαίνει και οι καλωδιώσεις του μυαλού σου, παθαίνουν ένα στιγμιαίο μπλακ-άουτ.
Δε θα τον ξαναδείς, δε θα τον ξανακουμπήσεις, τέλος οι συνομιλίες.
Τεράστιο για να χωρέσει στο μικρό μου νου.
Γι’αυτο τους νεκρούς μου, από μικρή τους έκανα αστέρια.
Και τους μίλαγα. Και καμιά φορά, μου απαντούσαν κιόλας.
Σήμερα πέθανε ο παππούς μου, στα 94 του.
Θα πάω σούπερ μάρκετ ν’αγοράσω φρούτα και λαχανικά. Θα νιώσω την ψυχρολουσία. Θα χαρώ που αναπνέω ακόμα.
Θα τον κάνω αστέρι. Επιβλητικό, στέρεο και λαμπερό. Όπως ήταν κι εκείνος.